Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Τι δεν θα ακούσετε στα προεκλογικά πάνελ για την οικονομία, του Πέτρου Σταύρου

 Αν θέλαμε να αναπαραστήσουμε την οικονομία ενός τυπικού κράτους-μέλους της ευρωζώνης (ενός κράτους, δηλαδή, που δεν ελέγχει το νόμισμά του), δεν μας είναι χρήσιμη η νατουραλιστική περιγραφή της ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ αγοραστών και πωλητών στις εγχώριες και διεθνείς αγορές. Χρειάζεται κάποια άλλη φόρμα – κι αυτό γιατί μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία είναι, ως επί το πλείστον, μια χρηματική οικονομία, όχι δηλαδή μια οικονομία των φυσικών ποσοτήτων. Για να το πούμε πιο απλά: όλα αυτά τα χρόνια του Μνημονίου, αυτό που περιορίστηκε δραματικά και ταυτόχρονα άλλαξε κατεύθυνση, ήταν οι χρηματικές ροές (και όχι τόσο οι φυσικές ποσότητες των αγαθών), αλλά και το «στοκάρισμα» του χρήματος σε συγκεκριμένα χέρια. Ας το δούμε αυτό πιο συγκεκριμένα.

Σε μια τυπική οικονομία ενός κράτους-μέλους της ευρωζώνης μπορούμε να διακρίνουμε πέντε βασικούς συμμετέχοντες, μεταξύ των οποίων κυκλοφορεί χρήμα στη βάση συγκεκριμένων χρηματικών ροών. Οι πέντε αυτοί τομείς της οικονομίας είναι: τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις, το κράτος, το πιστωτικό σύστημα και ο εξωτερικός τομέας (εισαγωγές – εξαγωγές, μεταβιβαστικές πληρωμές και ροές κεφαλαίων).

Από αυτούς τους πέντε τομείς, οι τελευταίοι τρεις και οι λειτουργίες τους είναι οι πηγές από όπου θα μπορούσε κανείς να αντλήσει χρηματικούς πόρους. Το κράτος «δημιουργεί» χρήμα όταν δανείζεται ή σχηματίζει ελλείμματα· οι τράπεζες «δημιουργούν» όταν τα δάνεια που δίνουν (δημιουργία πιστωτικού χρήματος) είναι περισσότερα από τις επιστροφές τόκων και κεφαλαίων που εισπράττουν (επιστροφή παλαιών δανείων)· ο εξωτερικός τομέας «δημιουργεί» επίσης χρήμα, όταν οι εξαγωγές είναι περισσότερες από τις εισαγωγές και όταν οι κεφαλαιακές ροές είναι θετικές. Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δεν δημιουργούν χρήμα, αλλά χρησιμοποιούν το χρήμα που προκύπτει από τις παραπάνω πηγές: οι επιχειρήσεις για να μισθώσουν την εργατική δύναμη των νοικοκυριών και τα νοικοκυριά για να καταναλώσουν προϊόντα των επιχειρήσεων με τους μισθούς που λαμβάνουν από τις επιχειρήσεις.


Με το πρόγραμμα «διάσωσης» της ελληνικής οικονομίας από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, αλλά και με τη γενικότερη πολιτική της λιτότητας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η συνολική οικονομία μπήκε σε περίοδο έντονης απομόχλευσης, δηλαδή μείωσης των χρεών, είτε των ιδιωτικών είτε των δημόσιων. Η απομόχλευση, λοιπόν, έχει ακυρώσει στη πράξη τη λειτουργία των δύο πηγών χρήματος (του κράτους και του πιστωτικού συστήματος): το μεν κράτος, αντί για ελλείμματα, επιχειρεί να δημιουργήσει πρωτογενή πλεονάσματα, οι δε τράπεζες επιδιώκουν να απορροφήσουν όσα περισσότερα γίνεται από τα δάνεια, «κόκκινα» ή άλλα, που έχουν χορηγήσει κατά το παρελθόν στους ιδιώτες. Έτσι, και οι δύο αυτές πηγές ρευστότητας μεταμορφώθηκαν σε «καταβόθρες» χρήματος εις βάρος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Έτσι, όμως, το χρήμα δεν φεύγει μόνο από μια κατεύθυνση προς κάποια άλλη, αλλά την ίδια στιγμή συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένα σημεία της οικονομίας. Το χρήμα φεύγει από τα νοικοκυριά και την μη χρηματιστική οικονομία (επιχειρήσεις του μη χρηματικού τομέα) και κατευθύνεται προς τη χρηματιστική οικονομία, δηλαδή στους πιστωτές, εγχώριους και ξένους, γενικά.

Στο παραπάνω «ξεζούμισμα» της οικονομίας και της κοινωνίας, οι μοναδικές εισροές χρήματος που προτείνονται είναι η αύξηση των εξαγωγών και η συνεπαγόμενη εισαγωγή ξένης αγοραστικής δύναμης αλλά και η εισροή άμεσων επενδύσεων. Αν προσέξουμε όμως και πάλι καλύτερα και πέρα από τα πρώτα «ενθαρρυντικά» στοιχεία των εξαγωγών και κάποιων, υποτίθεται, επενδύσεων στη βάση διεθνών συμφωνιών το χρήμα που εισέρχεται είναι πολύ λιγότερο και δεν αντισταθμίζει το χρήμα που εξέρχεται αλλά και αυτό που εισέρχεται συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένα σημεία των χρηματικού κυκλώματος και δεν διαχέεται σε όλη την κοινωνία. Οι άμεσες επενδύσεις, είτε είναι επενδύσεις σε τίτλους, είτε είναι εξαγορές δημόσιας περιουσίας πάνε στην απομόχλευση του δημοσίου δηλαδή πάλι στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Οι εξαγωγές μιας επιχείρησης όταν σε αυτήν επικρατούν οι εργασιακές συνθήκες του μνημονίου και όταν το κράτος υποφορολογεί τα κέρδη της γίνονται ξανά κέρδη και όχι μισθοί η δημόσιες υποδομές. Με λίγα λόγια το χρήμα πάει στο χρήμα και οι «ιδιοκτήτες» του χρήματος είναι συγκεκριμένοι.

Αναπαριστώντας λοιπόν την οικονομία ως ένα σύστημα χρηματικών ροών, καταλαβαίνουμε πως η ερώτηση «που θα βρεθούν τα λεφτά;» για μια εναλλακτική πολιτική δεν απαντιέται με όρους φυσικών ποσοτήτων. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ποσότητα χρήματος κρυμμένη κάπου ή «φαγωμένη» μέσα σε κάποια στομάχια. Εκείνο που υπάρχει είναι οι πολιτικές καταστολής της δημιουργίας χρήματος καθώς και η απομόχλευση που απορροφά την ρευστότητα που ήδη υπάρχει. Το χρέος είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο καταστέλλεται και περιορίζεται η δημιουργία χρήματος, απορροφάται η παλαιά ποσότητα που κυκλοφορεί και η ίδια διοχετεύεται σε συγκεκριμένες «δεξαμενές». Οι πολιτικές διαπραγμάτευσης λοιπόν είναι απαραίτητες γιατί επιδιώκουν την άρση της καταστολής και το «φρενάρισμα» της απομόχλευσης – και τελικά την επανέναρξη των λειτουργιών δημιουργίας χρήματος.

Όμως, αν μείνουμε μόνο στην επαναδιαπραγμάτευση και την άρση της καταστολής της ρευστότητας, χάνουμε ένα άλλο σημαντικό πεδίο παρέμβασης: το πεδίο της αναδιάταξης των υπαρχουσών χρηματικών ροών. Αν το χρήμα συγκεντρώνεται κάπου συγκεκριμένα, μέσω των χρηματικών ροών, η εσωτερική αναδιάταξη των χρηματικών ροών συνιστά ανακατανομή των υπαρχουσών χρηματικών ποσοτήτων μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια τεχνική ουδετερότητα, αλλά για μια πολιτική με συγκεκριμένο πρόσημο. Η αναδιάταξη γίνεται και με την νέα φορολογική πολιτική, αλλά και με την ανατροπή της λογικής των υπαρχουσών αναπτυξιακών και άλλων κρατικών ή ιδιωτικών χρηματοδοτήσεων. Η αναδιάταξη των χρηματικών ροών, και τελικά η συνολική αναδιανομή, όχι μόνο των φορολογικών πόρων, θα προσφέρει χρόνο και στην πολιτική της επαναδιαπραγμάτευσης για περισσότερα και καλύτερα αποτελέσματα. Θα προσφέρει αντοχές στη συνολική πολιτική των ανατροπών που χρειάζονται για να ξεφύγουμε από την «μαύρη τρύπα» του καταρρέοντος χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού.

Να το πούμε πιο απλά. Με μια δυναμική και αποτελεσματική αναδιανομή και αναδιάταξη των υπαρχόντων πόρων, αντέχουμε περισσότερο στο αφιλόξενο ευρωπαϊκό περιβάλλον του αυταρχικού καπιταλισμού. Και αντίστροφα, χωρίς δικαιοσύνη και χωρίς πολιτική αναδιανομής, όσο καλά σχεδιασμένη και αν είναι η πολιτική της αναδιαπραγμάτευσης, η Αριστερά θα αναγκαστεί σύντομα να υποχωρήσει, με ανυπολόγιστες αρνητικές συνέπειες.

Πηγή: http://rednotebook.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου