Δεν είναι η περίπτωση του «ιερού τέρατος» που δεν τολμάς να «αγγίξεις». Άλλωστε ο δίσκος έχει ήδη λάβει και ορισμένες εξαιρετικά κακές κριτικές (βλ. Independent) και είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα ακόμα αριστούργημά τους.

Είναι όμως η περίπτωση του σεβασμού στην ιερότητα μιας φιλίας που αναπτύσσεται και συνδέει εκατομμύρια ανθρώπων. Αυτό δεν είναι η ύψιστη αμοιβή που μπορεί να πάρει ο καλλιτέχνης από το έργο του; Είναι η περίπτωση σεβασμού στην ιερότητα μιας φιλίας που μέσα από ένα ακόμη έργο κάνει οικείους τους άγνωστους μέσα από το όραμα της μουσικής μιας χούφτας ανθρώπων που η Ιστορία -ως «τύχη» ή ως εξαίρεση σε κάποιον μαθηματικό κανόνα περί του σύμπαντος των πιθανοτήτων- μας έκανε το χατίρι να τους δώσει το περιθώριο να αφήσουν το ταλέντο τους να διαχυθεί μέσα της. Είναι και η περίπτωση του σεβασμού απέναντι σε μια ομάδα ανθρώπων που κατέκτησαν πολύ σύντομα την κορυφή και το κύρος της μαεστρίας στον χώρο της μουσικής, όπως και τη θέση τους στο πάνθεον της τέχνης, χωρίς εξαλλοσύνες, χωρίς να το κάνουν μεγάλη υπόθεση.
Ο τελευταίος (;) δίσκος των Pink Floyd «Endless River» συνιστά μια απλή σπουδή των δύο συνοδοιπόρων του κιμπορντίστα Ρίτσαρντ Ράιτ (Richard Wright), Ντέηβιντ Γκίλμορ (David Gilmour) και Νικ Μέισον (Nick Mason) πάνω σε ηχογραφήσεις που είχαν γίνει το 1993 όταν ο μειλίχιος και ουσιαστικός με τα πλήκτρα μουσικός βρισκόταν ακόμα εν ζωή. Μια επιστροφή πάνω σε προϋπάρχον ανέκδοτο υλικό (βασικά μουσικά θέματα χρησιμοποιήθηκαν στο «Division Bell» του 1994) που όμως απέδωσε τελικά ένα πρωτόλειο μουσικό αποτέλεσμα που στο σύνολο του είναι ένα ολοκληρωμένο έργο, σχεδόν εξ ολοκλήρου ορχηστρικό, με όλα τα υφολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον άρτιο (σε βαθμό ψυχρής τελειότητας) ήχο τους. Τον ήχο αυτό που, τις τελευταίες δεκαετίες, ακολούθησε τον ήχο του εκκωφαντικού σκοτεινού και αλλιώτικου ψυχεδελικού γκαράζ ροκ της πρώτης περιόδου του Σιντ Μπάρετ (Syd Barrett) και τον ήχο του προγκρέσιβ ροκ και των ολοκληρωμένων μεγαλειωδών ενορχηστρώσεων με αποκορύφωμα τους θεματικούς δίσκους: «The Dark Side of the Moon», «The Wall», «Animals».
Με τους Pink Floyd να έχουν αποδυναμωθεί μετά την αποχώρηση του Ρότζερ Γουότερς (Roger Waters) νωρίς στη δεκαετία του '80 με εντάσεις, ο θάνατος του Ρίτσαρντ Ράιτ τον Σεπτέμβριο του 2008 ήταν σίγουρα το καταλυτικό χτύπημα. Οι δύο από τους τέσσερις ισότιμους και ισάξιους «νευρώνες» του εγκέφαλου των Pink Floyd είχαν σταματήσει να παράγουν το ρεύμα που ξεκλείδωνε «εξόδους κινδύνου» για τον ακροατή επί έξι δεκαετίες τώρα. Φαινομενικά δεν αναμενόταν οι εναπομείναντες να κάνουν κάτι περισσότερο από το να συνεχίσουν να απολαμβάνουν με βρετανικό ελιτισμό, αλλά και με μετριοφροσύνη, το καθεστώς της καλλιτεχνικής αυθεντίας που έχουν επιβάλει από νωρίς για τους εαυτούς τους. Και τον πλούτο που ο καθένας τους έχει κερδίσει από αυτό.
Με την αυθαίρετη υποψία ότι οι Γκίλμορ-Μέισον δεν αποφάσισαν να «βγάλουν δίσκο» με πρωταρχικό στόχο «να κερδίσουν μερικά χρήματα παραπάνω στα γεράματα» (κάτι που θα τους το εξασφάλιζε ευκολότερα ένα και μόνο reunion με τον Ρότζερ Γουότερς) το «Endless River» είναι σε κάθε περίπτωση ένας φόρος τιμής στον φίλο και συνάδελφο τους.
Ο τίτλος του δίσκου («Endless River») προέρχεται από τον καταληκτικό στίχο («…the endless river, forever and ever»), του ακροτελεύτιου κομματιού («High Hopes») του τελευταίου δίσκου («Division Bell») που ηχογράφησαν μαζί οι τρεις τους ως Pink Floyd.
Είναι η επιστροφή τους σε έναν φίλο με τον οποίο δεν μπορούν πλέον να παίξουν μουσική, αλλά μπόρεσαν να τον επαναπροσεγγίσουν μέσα από το υλικό του, μέσα από την ανάμνηση, για να τη φέρουν στο τώρα και να τη σπρώξουν, μαζί με τον ίδιο και μαζί με τους ίδιους, στο μέλλον. Για να επιβεβαιώσουν ότι η ιστορία είναι ένα «ατελείωτο ποτάμι» που διατρέχει ταυτόχρονα και «για πάντα και επ' άπειρον» το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπως ακριβώς συνδέονται, ακόμα και όταν έχουν διακοπεί, οι ζωές ανάμεσα σε φίλους.

Πηγή: www.avgi.gr