Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Η απουσία αρχών ως προσαρμοστικότητα

 Τι μπορούμε να διδαχθούμε από τη ΔΗΜΑΡ  

Του Παναγιώτη Σκευοφύλακα 

 Αυτή τη στιγμή, μετά την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ από τον κυβερνητικό συνασπισμό, εκείνο που ίσως μοιάζει πιο σημαντικό δεν είναι τόσο η απόπειρα πρόγνωσης των βραχυπρόθεσμων εξελίξεων στο κομματικό και πολιτικό εν γένει σκηνικό, μέσα σε συνθήκες που ούτως ή άλλως εδώ και καιρό χαρακτηρίζονται από διαρκή και γενικευμένη ρευστότητα, όσο η άντληση κάποιων χρήσιμων συμπερασμάτων από τη βραχύβια παρουσία ενός κόμματος της, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, Αριστεράς στην κυβέρνηση.

Παρά την πολλαπλότητα οπτικών, εδώ το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στην κατάρρευση τεσσάρων εδραιωμένων αντιλήψεων, όπως αυτή πιστοποιήθηκε με τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Η οριστική (;) υπονόμευση αυτών των πεποιθήσεων, κυρίαρχων στη ΔΗΜΑΡ αλλά και διαδεδομένων ευρύτερα στο χώρο της παραδοσιακής Αριστεράς, μπορεί να λειτουργήσει διδακτικά για τον ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι είναι κρίσιμο για εκείνον ν’ αποφύγει τις συγκεκριμένες ιδεολογικές κακοτοπιές στο δρόμο του προς την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών.

Η ανεπάρκεια του βολονταρισμού

Ακόμη και στο πλαίσιο ενός συλλογισμού που θα αποδεχόταν την αριστερόστροφη αγαθότητα των προθέσεων της ΔΗΜΑΡ, ο χρόνος που πέρασε με τον Φώτη Κουβέλη ως μέλος της κυβερνητικής τριανδρίας έδειξε ότι η βούληση από μόνη της δεν αρκεί. Εάν δεν συντρέχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις -πολιτικές (βλ. εταίροι με κοινότητα αντιλήψεων) και κοινωνικές (βλ. κοινωνικές συμμαχίες πρόθυμες να υποστηρίξουν στην πράξη τους όποιους σχεδιασμούς)- μέχρι και οι καλύτερα επεξεργασμένες προτάσεις, καταλήγουν τσαλακωμένα χαρτιά σε κάλαθους αχρήστων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σε θέματα που δε σχετίζονται άμεσα με την οικονομία, όπως εκείνα των δικαιωμάτων και των ελευθεριών, θεωρητικά προνομιακά για τη φιλελεύθερη Αριστερά, είδαμε ότι η ΔΗΜΑΡ υπήρξε πλήρως αδύναμη όχι μόνο να επιβάλλει, αλλά ακόμη και ν’ ανοίξει τη σχετική ατζέντα.

Ο μύθος των προσωπικοτήτων

Αναμφίβολα, τα πρόσωπα, αποτελούν τόσο φορείς συμβολισμών όσο και παράγοντες κινητοποίησης διαδικασιών. Ιδιαίτερα δε όταν καταλαμβάνουν νευραλγικές θέσεις -υπουργικές, κορυφαίες διοικητικές κ.ο.κ.- έχουν τη δυνατότητα να δώσουν το στίγμα τους. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι την εδραίωση της πεποίθησης ότι η τοποθέτηση ενός αριστερού, προοδευτικού και ό,τι συναφούς -εντός ή εκτός εισαγωγικών- στο υπουργικό συμβούλιο ή σε κάποιο σημαντικό πόστο δημόσιας διοίκησης είναι μία κίνηση αρκετή για την παραγωγή θετικών αποτελεσμάτων, μεσολαβεί …άβυσσος.

Σ’ ένα πολυμελές κυβερνητικό σχήμα ή και στη δημόσια διοίκηση των πολυεπίπεδων σχηματισμών, των πολυδαίδαλων διαδικασιών και των εδρών εκπροσώπησης ποικίλων συμφερόντων, η παρουσία ορισμένων υπουργών, γενικών γραμματέων κ.ά. αριστερής καταγωγής δεν συνιστά «όαση» αλλά φαντασίωση αυτής. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση του Αντώνη Ρουπακιώτη, που από τη μία τα όποια θετικά επιχείρησε, ακυρώθηκαν στην πράξη, από την άλλη, ουσιαστικά καμία από τις αντιστάσεις που προέβαλε δεν τελεσφόρησε.

Ακόμη πιο «ηχηρό» παράδειγμα είναι εκείνο του Αντώνη Μανιτάκη, μέσω του οποίου αποδομήθηκε και εκείνη η όχι περιθωριακή ιδέα που προέκρινε τους «αριστερούς άριστους», επιστημονικά και επαγγελματικά ειδήμονες, ως την αριστερή απάντηση στο συστημικό τεχνοκρατισμό. Στην πράξη, ο -παρά τις επιμέρους ενστάσεις- προοδευτικός ακαδημαϊκός Αντώνης Μανιτάκης ελάχιστα αν όχι καθόλου κατάφερε, αν όντως το επιδίωξε, να διαφοροποιηθεί από τη συστημική παραλλαγή του, τον ακραία συντηρητικό ακαδημαϊκό Γιάννη Στουρνάρα.

Η συμβιβαστικότητα ως αρετή

Εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο, η συγκρουσιακή διάθεση της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχει προβληθεί ως παράμετρος που την καθιστά αδύναμη να προχωρήσει στη συγκρότηση ευρύτερων συμμαχιών, εντός κι εκτός χώρας, αλλά και υποθετικά ανίκανη να παράγει αποτελέσματα. Η λογική είναι λίγο πολύ απλή: «Εάν δεν είσαι διατεθειμένος να συμβιβαστείς, θα συντριβείς».

Εν τούτοις, εκείνο που αποδείχθηκε μέσα από την εμπειρία της ΔΗΜΑΡ δεν είναι παρά η νοσηρότητα του να έχεις προεξοφλήσει τον εις βάρος σου συμβιβασμό πριν καν ακόμη δείξεις διάθεση να δώσεις, την όποια, μάχη• ιδίως μάλιστα όταν οι «εταίροι» τόσο στο εσωτερικό (βλ. αρχικά ο Σαμαράς αλλά και ο Βενιζέλος στη συνέχεια) όσο και στο εξωτερικό (βλ. τις διάφορες θεσμικές εκφράσεις των δανειστών) είναι ανά πάσα στιγμή όχι μόνο έτοιμοι να συγκρουστούν αλλά και να επισείσουν τους πιο φοβερούς εκβιασμούς, φθάνοντας στο όριο της απειλής ολοκληρωτικής συντριβής (χαρακτηριστικό εδώ είναι και το παράδειγμα της Κύπρου).

Η ΔΗΜΑΡ αρνούμενη, σχεδόν καταστατικά, να δώσει την όποια μάχη, φοβούμενη την έκβαση της, αρκέστηκε στους επαίνους για το ρεαλισμό της. Όσο ο υποτιθέμενος πολιτικός ρεαλισμός της ήταν χρήσιμος για το νεοφιλελεύθερο σχεδιασμό, οι «αβρότητες» από την πλευρά των φορέων του κυρίαρχου λόγου ήταν πληθωρικές. Όταν όμως κρίθηκε ότι η στάση της λειτουργούσε παρελκυστικά για τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, βρέθηκε στο «καναβάτσο»• ανήξερη όμως να δίνει όποιον αγώνα, γρήγορα έγινε περίγελως, ακριβώς γιατί κανέναν δεν μπορούσε να φοβίσει.

Η απουσία αρχών ως προσαρμοστικότητα

Τελευταία, αλλά επ ουδενί λιγότερο σημαντική είναι η απουσία αρχών ή έστω η ανυπαρξία αδιαπραγμάτευτων αριστερών αξιακών προταγμάτων. Όταν σε ιδεολογικές αιχμές αναγορεύονται η «(εθνική) σωτηρία της χώρας», ο «(νομισματικός) ευρωπαϊσμός», η «(πάση θυσία) πολιτική σταθερότητα», ο «(δίχως αριστερό προσανατολισμό) μεταρρυθμισμός», δηλαδή «τεχνικές διευθετήσεις» που στη συγκυρία είναι απόλυτα ηγεμονευόμενες από τον κυρίαρχο λόγο, εκείνον του νεοφιλελευθερισμού, τότε αναπόφευκτα η πολιτική χρησιμότητά σου, εξαντλείται στο μέγεθος της κοινοβουλευτικής δύναμής σου.

Με άλλα λόγια, όταν με την ίδια άνεση διαπραγματεύεσαι τις έδρες σου στη Βουλή με τον ΣΥΡΙΖΑ αρχικά, με τους δύο εταίρους σου στη συνέχεια ή τέλος πάντων με όποιον (πλην Χρυσής Αυγής, για να είμαστε δίκαιοι) θεωρείς ότι θα υπηρετήσει την «υπόθεση εθνικής σωτηρίας», ως να έχουν καταργηθεί οι πολιτικές διακρίσεις, οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί κ.ο.κ., τότε μοιραία έχεις υπονομεύσει τους λόγους ύπαρξής σου. Κι αν δεν είσαι ικανός να περιγράψεις το νόημα της ύπαρξής σου, κανείς άλλος δεν πρόκειται να το αναγνωρίσει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά κι εύλογα δε θα σεβαστεί καν την ευελιξία που του προσέφερες. Ο «καισαρισμός» του πρωθυπουργού, η κατοπινή αποστασία του ΠΑΣΟΚ (από το υποτιθέμενο διφυές κεντροαριστερό αντίβαρο στη δεξιά κυβερνητική πλειοψηφία), οι ειρωνείες στο Eurogroup (από εκεί που είχες …χειραψία με τον Fracois Hollande), μεταξύ άλλων καταδεικνύουν και μία αντικειμενική αδυναμία της Αριστεράς, εάν αποφασίσει να δείξει αξιακά εύκαμπτη πριμοδοτώντας τους τακτικισμούς.

Ειλικρινά, πίστευε κανείς ότι το δικομματικό πολιτικό προσωπικό, ακόμη και στα χειρότερά του, γαλουχημένο στον, θεμελιακό για εκείνο, παραγοντισμό και κυβερνητισμό θα ήταν «βούτυρο στο ψωμί» στελεχών της Αριστεράς μαθημένων στην πολιτική αρένα του… «Φίλιον»;


Παναγιώτης Σκευοφύλακας
REDNotebook25 Ιουνίου 2013 - 11:51 πμ | Παναγιώτης Σκευοφύλακας

Σχόλιο από: aftercrisis

Φάινεται ότι την περασμένη τριακονταετία βέβαιης ηγεμονίας, δηλαδή τα χρόνια της νεοφιλελεύθερης επανάστασης, θα την διαδεχθεί στην Ευρώπη και στην Αμερική μια μακρά διάρκεια αβέβαιης και διεκδικούμενης ηγεμονίας.
Από το έργο του Αντόνιο Γκράμσι ξέρουμε, πως όταν μιλούμε για ηγεμονία στην πολιτική, στην πραγματικότητα μιλούμε για ηθικο-πολιτική ηγεμονία. Μιλούμε για ιδέες, προγράμματα, αλλά και διαχείριση δημόσιων πραγμάτων, που κατακτούν «καρδιές και πνεύματα». Είμαστε δηλαδή πολύ μακριά, τόσο από την πολιτική τεχνοκρατικής διαχείρισης, όσο και από την λαϊκίστικη πολιτική, που με το ένα χέρι παρέχει παροχές, και με το άλλο δακτυλοδεικτεί τον «εχθρό» για να συσπειρώνει τους οπαδούς της.

Η Ευρωπαϊκή κρίση, ο πολυ-πολικός κόσμος, η αβέβαιη ηγεμονία
http://aftercrisisblog.blogspot.gr/2013/04/blog-post_23.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου