Η εκπλήρωση της υπόσχεσης που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την ικανότητά του να συναρθρώσει δραστικές αντι-ηγεμονικές εγκλήσεις, ικανές να ρηγματώσουν τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική ηγεμονία, που εκπαίδευσε συστηματικά και έθισε την κοινωνία στο ναρκισσιστικό ατομικισμό, στον κοινωνικό κομφορμισμό, στην πολιτική απάθεια και τoν κοινωνικό αυτοματισμό.
Μια από τις απορίες που διατυπώνονται πληθωριστικά τα τελευταία χρόνια, αφορά την εκκωφαντική σιωπή και τη σημαίνουσα απουσία των διανοουμένων από το δημόσιο λόγο και τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Η απορία αυτή εδράζεται σε ένα ισχυρό και παραπλανητικό στερεότυπο, το οποίο προσλαμβάνει τους διανοούμενους συλλήβδην ως Προμηθείς, που στέκονται κριτικά απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, υπερασπιζόμενοι την κληρονομία του κριτικού λόγου και τις οικουμενικές αξίες του Διαφωτισμού. Στη συνάφεια αυτή οι διανοούμενοι εν γένει αναπαρίστανται ως αϊστορικό και αταξικό υποκείμενο με προσίδιους ρόλους και a priori θετικά αξιοδοτημένες στάσεις.
Ο προοδευτικός διανοούμενος: ένας (ακόμα) μύθος;
Το στερεότυπο αυτό φιλοτεχνεί ένα καθολικό (ιδεό)τυπο διανοουμένου, ιδεότυπο που αποσιωπά την αξιακή αμφισημία του Λόγου, παραγνωρίζει την υλικότητα της κανονιστικής θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων και υποβαθμίζει την πολλαπλότητα και ανταγωνιστικότητα των προγραμμάτων της νεωτερικότητας. Oι διανοούμενοι όμως δεν αναπαράγονται σε ιστορικό κενό, δεν ίστανται πέρα και πάνω από τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τα ταξικά συμφέροντα. Αντίθετα, η πολιτική τους στάση, ο λόγος και η σιωπή τους προσδιορίζονται από μια σειρά παράγοντες με σαφή κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική έδραση. Η ταξική τους προέλευση και η θέση τους στο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ο συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, η θέση τους στις θεσμικές ιεραρχίες και η ικανότητα του συστήματος να ενσωματώνει την κριτική και να εξουδετερώνει τα ριζοσπαστικά της φορτία, προοικονομούν εν πολλοίς τις επιλογές και τους προσανατολισμούς τους. Το στοιχειό, ωστόσο, που ενοποιεί τις επιμέρους φυλές της διανόησης, είναι η σχετική τους αυτονομία, σε περιόδους σταθερότητας, από τις δουλείες των ανταγωνισμών της πολιτικής σκηνής. Αυτονομία η οποία απομειώνεται δραστικά σε συνθήκες πολιτικής κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων.
Το στερεότυπο των κριτικών και αντιστασιακών διανοουμένων υπήρξε για χρόνια ένας από τους αστικούς μύθους στη χώρα μας, σε βαθμό μάλιστα που μαζί με τη νεολαία να θεωρούνται από ορισμένους ως οιονεί επαναστατικά υποκείμενα. Η πρόσληψη αυτή είναι βεβαίως εν μέρει δικαιολογημένη, εφόσον το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας, υπερσυντηρητικό και φοβικό απέναντι σε κάθε μορφή κριτικής, απέκλεισε την εγχώρια διανόηση τόσο από την αναδιανομή των πόρων, όσο και από την ασφυκτικά ελεγχόμενη δημόσια σφαίρα, επιχειρώντας μάλιστα να φιμώσει αυταρχικά ακόμα και εμβληματικές φωνές του αστικού πολιτισμού. Εξάλλου, προτεραιότητα στη διανομή της λείας είχαν οι στυλοβάτες τού υλικού και ιδεολογικού καταναγκασμού, καθώς και οι στρατιές των μαχητικών εθνικοφρόνων. Αυτός ο ιδιότυπος αποκλεισμός προσανατόλισε την κρίσιμη μάζα των διανοουμένων προς την Αριστερά και την παροχέτευσε στην κοίτη των κινημάτων κοινωνικής διαμαρτυρίας και πολιτιστικής και πολιτικής αντίστασης.
Η κρατικοποίηση της διανόησης
Είναι αλήθεια ότι η Μεταπολίτευση βρήκε τη συντριπτική πλειοψηφία της σοβαρής διανόησης στην εμπροσθοφυλακή του ρευστού ριζοσπαστισμού και του αμφίσημου κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού, που σφράγισαν τη διαδικασία μετάβασης στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αλλά και την εδραίωσή της. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι εδώ και δεκαετίες ο τύπος του αντιστασιακού και κριτικού διανοουμένου είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Οι λόγοι αυτής της ιδιότυπης έκλειψης της κριτικής διανόησης δεν αφορούν τόσο στις ενδογενείς της μεταλλάξεις, αλλά σχετίζονται πρωτίστως με ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς. Συγκεκριμένα, εγγράφονται στην εκκρεμή από τη δεκαετία του 1960 διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, που εντάσσει, μετά το 1974, σταδιακά τις εξαρτημένες και αποκλεισμένες ταξικές μερίδες στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ενώ παράλληλα ενσωματώνει έκδοχα στοιχεία από την ιστορία και τον πολιτισμό τους στο νέο ιδεολογικό αφήγημα, που κατασκευάζεται μεταπολιτευτικά με ηγεμονικές αξιώσεις. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής συμπερίληψης δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την κρατικοποίηση και εξουδετέρωση της Αριστεράς, όχι μόνο ως πολιτικής δύναμης αλλά κυρίως ως συμμαχίας των υποτελών τάξεων, ως ανταγωνιστικό, απέναντι στο αστικό σύστημα αξιών και εν τέλει ως εναλλακτικό σχέδιο οργάνωσης των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων.
Στη συνάφεια αυτή μια από τις κρίσιμες διευθετήσεις της Μεταπολίτευσης ήταν και η ενσωμάτωση των διανοουμένων στο σύστημα εξουσίας. Παρέλκει νομίζω να αναφερθώ σε πληθώρα παραδειγμάτων, που αποδεικνύουν ότι έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος της παρ’ ημίν διανόησης κατασκευάζεται συμβολικά και αναπαράγεται υλικά με πόρους του κράτους αρχικά και του πολιτικού, οικονομικού και μιντιακού πλέγματος στη συνέχεια. Αυτή η οργανική σύμφυση άρχισε να αποκτά σαφές περίγραμμα μετά το 1981, όταν οι λάντζες που ελαύνονταν από τα άγονα πλέον εδάφη του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, τροφοδοτούσαν διαρκώς με καραβάνια υπεύθυνων και εκσυγχρονισμένων αριστερών διανοούμενων – και όχι μόνο- τη φορτηγίδα του ΠΑΣΟΚ, η οποία τους περαίωνε, συνήθως λάθρα και νύκτωρ, στις εύκρατες και λιπαρές ακτές του συστήματος.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι η κρατικοποίηση της διανόησης και η εξουδετέρωση των ενοχλητικών αιχμών του διανοούμενου λόγου δεν έχουν εκριζώσει ολοσχερώς το κριτικό του πνεύμα και το αγωνιστικό του φρόνημα. Πράγματι, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα ευάριθμες κριτικές φωνές, που με τεράστιο προσωπικό κόστος επιμένουν να αυθαδιάζουν στο συστημικό καθωσπρεπισμό και στις νέες ορθοδοξίες. Όμως αυτές οι παραφωνίες στιγματίζονται ως γραφικές, δύστροπες, μνησίκακες και μίζερες και αποκλείονται συστηματικά από την προκρούστεια δημόσια σφαίρα και μάλιστα ακόμα και από περιοχές της με αριστερό πρόσημο.
Διανοούμενοι της κρίσης και κρίση της (δια)νόησης
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναφερθώ διεξοδικά στις φυλές τής εγχώριας διανόησης και στις μεταλλάξεις τους. Θα σχολιάσω δύο επίκαιρα υβρίδια που δεσπόζουν με διαφορετικό τρόπο στη δημόσια ζωή: τους οργανικούς διανοούμενους της διαπλοκής και τους «μηνυτές» του συστήματος. Τα υβρίδια αυτά συντονίζονται με τις δίδυμες εναλλακτικές στρατηγικές του συστήματος έναντι της Αριστεράς, δηλαδή της περιθωριοποίησης και της ενσωμάτωσης, που προσφυώς σχολίασε ο Α. Μπαλτάς σε άρθρο του στην «Αυγή».
Το πρώτο υβρίδιο καλλιεργήθηκε συστηματικά στις λόχμες των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων, στη νεοσοσιαλδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη εκδοχή τους, και σταδιοδρόμησε στην αστραφτερή πασαρέλα του πολιτικοκαλλιτεχνικού λαιφ στάιλ. Προβλήθηκε πληθωριστικά από τα μιντιακά συγκροτήματα και απέκτησε προνομιακή πρόσβαση σε δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους. Σε περιόδους σχετικής σταθερότητας κινήθηκε αθόρυβα στη μισγάγγεια του κράτους και της οικονομίας και λειτούργησε άλλοτε υποστηρικτικά και άλλοτε καθησυχαστικά σε κρίσιμες επιλογές τού συστήματος της διαπλοκής.
Στην περίοδο της κρίσης η συστημική διανόηση ανασυγκροτήθηκε ως εφεδρικός στρατός, που ρευστοποίησε τους κατεστημένους μεταπολιτευτικούς κομματικούς και ιδεολογικοπολιτικούς διαχωρισμούς και κινητοποιήθηκε για να αναχαιτίσει την ταχύτατη αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, αναλαμβάνοντας ποικίλους ρόλους: άλλοτε ως υποστύλωμα της καταρρέουσας «κεντροαριστεράς», άλλοτε ως ανάχωμα στην αύξουσα επιρροή της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και ενίοτε ως πολιτικό κεφάλαιο γεφύρωσης των συστημικών κομμάτων. Αρκεί να μελετήσει κανείς την ανθρωπογεωγραφία και τη σύνθεση των πολιτικών πρωτοβουλιών, που πληθωριστικά εκδηλώθηκαν το τελευταίο διάστημα, για να καταλάβει τις πραγματικές στοχεύσεις, αλλά και την ευελιξία αυτού του υπερδραστήριου είδους.
Η δεύτερη κατηγορία, οι «μηνυτές του συστήματος», μετριοπαθής και (αδι)αφανής, κινείται ευέλικτα και διακριτικά στην οριογραμμή του συστήματος της διαπλοκής. Έχοντας, συνήθως, καταγωγική αναφορά στην ποικιλόχρωμη Αριστερά της πρώιμης και μέσης Μεταπολίτευσης, καλλιέργησε έκτοτε επιλεκτικές και εκλεκτικές σχέσεις με την Ανανεωτική και Ριζοσπαστική Αριστερά. Πριν επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το προφίλ και την τακτική της, οφείλω μια εξήγηση για την ονοματοδοσία της. Σε προϊσχύσαντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπονταν ένα μέτρο εκτέλεσης, η αποστολή μηνυτού, που έδινε τη δυνατότητα στο δανειστή να αποσπάσει δικαστική απόφαση, η οποία του επέτρεπε να εγκαταστήσει στην οικία του οφειλέτη άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, ο καλούμενος «μηνυτής», «όπου εδιαιτάτο, εσιτίζετο και εκοιμάτο δαπάναις του οφειλέτου» και είχε ως μοναδική αποστολή να του υπενθυμίζει συνεχώς την ανάγκη εξοφλήσεως της οφειλής του.
Τέτοιες αποστολές άρχισαν να καταφθάνουν στην περίμετρο της Κουμουνδούρου, ήδη την επαύριον των εκλογών του Ιουνίου του 2012, για να πυκνώσουν εντυπωσιακά το τελευταίο διάστημα. Αναφέρομαι σε διανοούμενους με ειδικό βάρος και σημαίνουσα παρουσία στο δημόσιο διάλογο, που υποδεικνύουν επίμονα τα ελλείμματα στρατηγικής και τα προγραμματικά κενά του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως την υποχρέωσή του να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Πρόκειται για διανοούμενους που, από τη δεκαετία του 1990, συνδιαμόρφωσαν μεθοδικά και επίμονα το ερμηνευτικό και κανονιστικό πλαίσιο για την αποδόμηση και απαξίωση του μεταπολιτευτικού κεκτημένου. Να θυμηθούμε μόνο ενδεικτικά τα αφοριστικά στερεότυπα περί λαϊκισμού, συντεχνιών, τζαμπαζήδων, διογκωμένου και αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα, εσωστρεφών και μη ανταγωνιστικών ΑΕΙ, αποτυχημένου κράτους… προνομιακά εργαλεία του μνημονιακού «Τζαγγερνώτ». Οι τρέχουσες αναλύσεις τους προσαρμοσμένες στο ύφος και τη θερμοκρασία της κρισιακής συγκυρίας και θεμελιωμένες ρητορικά στις αξίες και τις ιδέες της Αριστεράς, προοικονομούν και υποβάλλουν το «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» και τις πολιτικές προτεραιότητες της αναμενόμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αναρωτηθεί κανείς εύλογα γιατί η συρροή και η συνδρομή νεόκοπων και αναγεννημένων αριστερών αποτελεί πρόβλημα για τη στρατηγική και την προοπτική του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς; Πολλώ δε μάλλον όταν οι έκτυπες αντινομίες της κυβερνητικής πολιτική, η απροσχημάτιστη παραβίαση θεμελιωδών αξιακών και θεσμικών παραδοχών, αναπροσδιορίζει τις ατομικές και συλλογικές στάσεις και προτιμήσεις. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι ο «συνωστισμός» των πρόσωπων, αλλά το ταξικό και πολιτικό φορτίο των ιδεών και των επεξεργασιών που αυτά κομίζουν. Η προφανής τους πρόθεση να εμβολιάσουν υποδόρια την ιδεολογική φυσιογνωμία και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τα πυρηνικά στοιχειά της ηγεμονικής ατζέντας. Η σπουδή τους να υποδείξουν τις κοινωνικές και πολιτικές του συμμαχίες. Να διαμορφώσουν κοντολογίς το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η κυβερνητική διαχείριση την επόμενη μέρα. Και το πρόβλημα αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις, αν αναλογιστούμε τις προκλήσεις και τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσει, το προσεχές διάστημα, η Αριστερά και η κοινωνία.
Η πρόκληση της αντι- ηγεμονίας
Η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά τόσο στη λογιστική των εκλογικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών, στα μείγματα πολιτικής που θα εφαρμόσει, ούτε καν στο εύρος και τη σύνθεση των συμμαχιών που θα τον περαιώσουν στην κυβέρνηση. Αφορά στο επίπονο και αβέβαιο διάβημα της σύνθεσης μιας ηγεμονικής πολιτικής πρότασης. Για να το θέσω διαφορετικά: η εκπλήρωση της υπόσχεσης που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την ικανότητά του να συναρθρώσει δραστικές αντι-ηγεμονικές εγκλήσεις, ικανές να ρηγματώσουν τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική ηγεμονία, που εκπαίδευσε συστηματικά και έθισε την κοινωνία στο ναρκισσιστικό ατομικισμό, στον κοινωνικό κομφορμισμό, στην πολιτική απάθεια και τoν κοινωνικό αυτοματισμό.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την πολιτική βούληση να (ανα)συγκροτηθεί και να δράσει όχι ως κόμμα κυβερνητικής διαχείρισης, αλλά ως συλλογικός διανοούμενος. Να κινητοποιήσει δηλαδή τους οργανικούς διανοούμενους της Αριστεράς, να επεξεργαστεί αυτόνομα και να εμπεδώσει στη συλλογική συνείδηση το αξιακό σύστημα των υποτελών τάξεων, να παράξει ριζοσπαστική θεωρία και πολιτικό σχέδιο που θα μπολιάσουν τον πυρήνα του κυβερνητικού του προγράμματος. Και ασφαλώς να γειώσει την ηγεμονική του πρόταση στην υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Άλλωστε, όσοι επιμένουν να αναζητούν στον Γκράμσι ερμηνείες και όχι τσιτάτα, γνωρίζουν καλά ότι η ηγεμονία γεννιέται στο «εργοστάσιο», εν προκειμένω στους υλικούς τόπους και στους κοινωνικούς δεσμούς, όπου οργανώνονται με βάναυσο τρόπο η εκμετάλλευση, η αποστέρηση και ο αποκλεισμός ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Εφόσον διασφαλιστούν αυτές οι προϋποθέσεις, είναι αυτονόητο ότι ο διάλογος και η συμπόρευση με διανοούμενους, πολιτικό προσωπικό και κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που ελαύνονται από διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, όπως και η αξιοποίησή τους σε κυβερνητικές θέσεις και δημόσια αξιώματα δεν είναι μόνο θεμιτή, αλλά στις παρούσες συνθήκες και αναγκαία.
Επιστρέφω στον Γκράμσι και στη σοσιαλιστική στρατηγική που επεξεργάστηκε, μέσα από την επίκαιρη ανάγνωση του Ε. Λακλάου και της Σ. Μουφ, για να διατυπώσω τις συμπερασματικές μου σκέψεις: Η στρατηγική της Αριστεράς για την πολιτική της κατίσχυση μπορεί και οφείλει να στηριχτεί σε μια τακτική συμμαχία διαφορετικών συμφερόντων, όπου τα συμπράττοντα μέρη θα διατηρήσουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ο αγώνας όμως για την ιδεολογική ηγεμονία, και αυτός είναι ο κρίσιμος αγώνας, προϋποθέτει μια συλλογική βούληση που με αγωγό την ιδεολογία θα ενοποιήσει το «ιστορικό μπλοκ» και θα το προσανατολίσει σταθερά και ενεργητικά στο μακρινό, ακόμη, ορίζοντα του δικού μας σοσιαλισμού.
Ξέρω ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, ναρκοθετημένο και αστάθμητο στις εκβάσεις του, το διεθνές περιβάλλον δυσμενές, οι συσχετισμοί στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο εξαιρετικά αρνητικοί…όμως η Αριστερά και ο κόσμος της δεν έχουν την πολυτέλεια να σαστίσουν μπροστά στην πρόκληση της Ιστορίας, γιατί δεν έχουμε την αντοχή για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Και η ευκαιρία κινδυνεύει να χαθεί αν, στο όνομα της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, εκχωρήσουμε στους κατ’ επάγγελμα διανοούμενους και στους μηχανισμούς που τους πλαισιώνουν τα πεδία της θεωρίας, των αξιών και των ιδεών.
Ο Ευθ. Παπαβλασόπουλος διδάσκει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης.
Μια από τις απορίες που διατυπώνονται πληθωριστικά τα τελευταία χρόνια, αφορά την εκκωφαντική σιωπή και τη σημαίνουσα απουσία των διανοουμένων από το δημόσιο λόγο και τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα. Η απορία αυτή εδράζεται σε ένα ισχυρό και παραπλανητικό στερεότυπο, το οποίο προσλαμβάνει τους διανοούμενους συλλήβδην ως Προμηθείς, που στέκονται κριτικά απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, υπερασπιζόμενοι την κληρονομία του κριτικού λόγου και τις οικουμενικές αξίες του Διαφωτισμού. Στη συνάφεια αυτή οι διανοούμενοι εν γένει αναπαρίστανται ως αϊστορικό και αταξικό υποκείμενο με προσίδιους ρόλους και a priori θετικά αξιοδοτημένες στάσεις.
Ο προοδευτικός διανοούμενος: ένας (ακόμα) μύθος;
Το στερεότυπο αυτό φιλοτεχνεί ένα καθολικό (ιδεό)τυπο διανοουμένου, ιδεότυπο που αποσιωπά την αξιακή αμφισημία του Λόγου, παραγνωρίζει την υλικότητα της κανονιστικής θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων και υποβαθμίζει την πολλαπλότητα και ανταγωνιστικότητα των προγραμμάτων της νεωτερικότητας. Oι διανοούμενοι όμως δεν αναπαράγονται σε ιστορικό κενό, δεν ίστανται πέρα και πάνω από τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τα ταξικά συμφέροντα. Αντίθετα, η πολιτική τους στάση, ο λόγος και η σιωπή τους προσδιορίζονται από μια σειρά παράγοντες με σαφή κοινωνική, πολιτική και ιδεολογική έδραση. Η ταξική τους προέλευση και η θέση τους στο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, ο συσχετισμός κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, η θέση τους στις θεσμικές ιεραρχίες και η ικανότητα του συστήματος να ενσωματώνει την κριτική και να εξουδετερώνει τα ριζοσπαστικά της φορτία, προοικονομούν εν πολλοίς τις επιλογές και τους προσανατολισμούς τους. Το στοιχειό, ωστόσο, που ενοποιεί τις επιμέρους φυλές της διανόησης, είναι η σχετική τους αυτονομία, σε περιόδους σταθερότητας, από τις δουλείες των ανταγωνισμών της πολιτικής σκηνής. Αυτονομία η οποία απομειώνεται δραστικά σε συνθήκες πολιτικής κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων.
Το στερεότυπο των κριτικών και αντιστασιακών διανοουμένων υπήρξε για χρόνια ένας από τους αστικούς μύθους στη χώρα μας, σε βαθμό μάλιστα που μαζί με τη νεολαία να θεωρούνται από ορισμένους ως οιονεί επαναστατικά υποκείμενα. Η πρόσληψη αυτή είναι βεβαίως εν μέρει δικαιολογημένη, εφόσον το μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας, υπερσυντηρητικό και φοβικό απέναντι σε κάθε μορφή κριτικής, απέκλεισε την εγχώρια διανόηση τόσο από την αναδιανομή των πόρων, όσο και από την ασφυκτικά ελεγχόμενη δημόσια σφαίρα, επιχειρώντας μάλιστα να φιμώσει αυταρχικά ακόμα και εμβληματικές φωνές του αστικού πολιτισμού. Εξάλλου, προτεραιότητα στη διανομή της λείας είχαν οι στυλοβάτες τού υλικού και ιδεολογικού καταναγκασμού, καθώς και οι στρατιές των μαχητικών εθνικοφρόνων. Αυτός ο ιδιότυπος αποκλεισμός προσανατόλισε την κρίσιμη μάζα των διανοουμένων προς την Αριστερά και την παροχέτευσε στην κοίτη των κινημάτων κοινωνικής διαμαρτυρίας και πολιτιστικής και πολιτικής αντίστασης.
Η κρατικοποίηση της διανόησης
Είναι αλήθεια ότι η Μεταπολίτευση βρήκε τη συντριπτική πλειοψηφία της σοβαρής διανόησης στην εμπροσθοφυλακή του ρευστού ριζοσπαστισμού και του αμφίσημου κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού, που σφράγισαν τη διαδικασία μετάβασης στη Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, αλλά και την εδραίωσή της. Ωστόσο, έχω την εντύπωση ότι εδώ και δεκαετίες ο τύπος του αντιστασιακού και κριτικού διανοουμένου είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Οι λόγοι αυτής της ιδιότυπης έκλειψης της κριτικής διανόησης δεν αφορούν τόσο στις ενδογενείς της μεταλλάξεις, αλλά σχετίζονται πρωτίστως με ευρύτερους κοινωνικοπολιτικούς και θεσμικούς μετασχηματισμούς. Συγκεκριμένα, εγγράφονται στην εκκρεμή από τη δεκαετία του 1960 διαδικασία κοινωνικής και πολιτικής ολοκλήρωσης, που εντάσσει, μετά το 1974, σταδιακά τις εξαρτημένες και αποκλεισμένες ταξικές μερίδες στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, ενώ παράλληλα ενσωματώνει έκδοχα στοιχεία από την ιστορία και τον πολιτισμό τους στο νέο ιδεολογικό αφήγημα, που κατασκευάζεται μεταπολιτευτικά με ηγεμονικές αξιώσεις. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής συμπερίληψης δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την κρατικοποίηση και εξουδετέρωση της Αριστεράς, όχι μόνο ως πολιτικής δύναμης αλλά κυρίως ως συμμαχίας των υποτελών τάξεων, ως ανταγωνιστικό, απέναντι στο αστικό σύστημα αξιών και εν τέλει ως εναλλακτικό σχέδιο οργάνωσης των κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων.
Στη συνάφεια αυτή μια από τις κρίσιμες διευθετήσεις της Μεταπολίτευσης ήταν και η ενσωμάτωση των διανοουμένων στο σύστημα εξουσίας. Παρέλκει νομίζω να αναφερθώ σε πληθώρα παραδειγμάτων, που αποδεικνύουν ότι έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος της παρ’ ημίν διανόησης κατασκευάζεται συμβολικά και αναπαράγεται υλικά με πόρους του κράτους αρχικά και του πολιτικού, οικονομικού και μιντιακού πλέγματος στη συνέχεια. Αυτή η οργανική σύμφυση άρχισε να αποκτά σαφές περίγραμμα μετά το 1981, όταν οι λάντζες που ελαύνονταν από τα άγονα πλέον εδάφη του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, τροφοδοτούσαν διαρκώς με καραβάνια υπεύθυνων και εκσυγχρονισμένων αριστερών διανοούμενων – και όχι μόνο- τη φορτηγίδα του ΠΑΣΟΚ, η οποία τους περαίωνε, συνήθως λάθρα και νύκτωρ, στις εύκρατες και λιπαρές ακτές του συστήματος.
Είναι επίσης αυτονόητο ότι η κρατικοποίηση της διανόησης και η εξουδετέρωση των ενοχλητικών αιχμών του διανοούμενου λόγου δεν έχουν εκριζώσει ολοσχερώς το κριτικό του πνεύμα και το αγωνιστικό του φρόνημα. Πράγματι, υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα ευάριθμες κριτικές φωνές, που με τεράστιο προσωπικό κόστος επιμένουν να αυθαδιάζουν στο συστημικό καθωσπρεπισμό και στις νέες ορθοδοξίες. Όμως αυτές οι παραφωνίες στιγματίζονται ως γραφικές, δύστροπες, μνησίκακες και μίζερες και αποκλείονται συστηματικά από την προκρούστεια δημόσια σφαίρα και μάλιστα ακόμα και από περιοχές της με αριστερό πρόσημο.
Διανοούμενοι της κρίσης και κρίση της (δια)νόησης
Δεν είναι στις προθέσεις μου να αναφερθώ διεξοδικά στις φυλές τής εγχώριας διανόησης και στις μεταλλάξεις τους. Θα σχολιάσω δύο επίκαιρα υβρίδια που δεσπόζουν με διαφορετικό τρόπο στη δημόσια ζωή: τους οργανικούς διανοούμενους της διαπλοκής και τους «μηνυτές» του συστήματος. Τα υβρίδια αυτά συντονίζονται με τις δίδυμες εναλλακτικές στρατηγικές του συστήματος έναντι της Αριστεράς, δηλαδή της περιθωριοποίησης και της ενσωμάτωσης, που προσφυώς σχολίασε ο Α. Μπαλτάς σε άρθρο του στην «Αυγή».
Το πρώτο υβρίδιο καλλιεργήθηκε συστηματικά στις λόχμες των εκσυγχρονιστικών εγχειρημάτων, στη νεοσοσιαλδημοκρατική και νεοφιλελεύθερη εκδοχή τους, και σταδιοδρόμησε στην αστραφτερή πασαρέλα του πολιτικοκαλλιτεχνικού λαιφ στάιλ. Προβλήθηκε πληθωριστικά από τα μιντιακά συγκροτήματα και απέκτησε προνομιακή πρόσβαση σε δημόσιους και ιδιωτικούς πόρους. Σε περιόδους σχετικής σταθερότητας κινήθηκε αθόρυβα στη μισγάγγεια του κράτους και της οικονομίας και λειτούργησε άλλοτε υποστηρικτικά και άλλοτε καθησυχαστικά σε κρίσιμες επιλογές τού συστήματος της διαπλοκής.
Στην περίοδο της κρίσης η συστημική διανόηση ανασυγκροτήθηκε ως εφεδρικός στρατός, που ρευστοποίησε τους κατεστημένους μεταπολιτευτικούς κομματικούς και ιδεολογικοπολιτικούς διαχωρισμούς και κινητοποιήθηκε για να αναχαιτίσει την ταχύτατη αποσύνθεση του πολιτικού συστήματος, αναλαμβάνοντας ποικίλους ρόλους: άλλοτε ως υποστύλωμα της καταρρέουσας «κεντροαριστεράς», άλλοτε ως ανάχωμα στην αύξουσα επιρροή της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και ενίοτε ως πολιτικό κεφάλαιο γεφύρωσης των συστημικών κομμάτων. Αρκεί να μελετήσει κανείς την ανθρωπογεωγραφία και τη σύνθεση των πολιτικών πρωτοβουλιών, που πληθωριστικά εκδηλώθηκαν το τελευταίο διάστημα, για να καταλάβει τις πραγματικές στοχεύσεις, αλλά και την ευελιξία αυτού του υπερδραστήριου είδους.
Η δεύτερη κατηγορία, οι «μηνυτές του συστήματος», μετριοπαθής και (αδι)αφανής, κινείται ευέλικτα και διακριτικά στην οριογραμμή του συστήματος της διαπλοκής. Έχοντας, συνήθως, καταγωγική αναφορά στην ποικιλόχρωμη Αριστερά της πρώιμης και μέσης Μεταπολίτευσης, καλλιέργησε έκτοτε επιλεκτικές και εκλεκτικές σχέσεις με την Ανανεωτική και Ριζοσπαστική Αριστερά. Πριν επιχειρήσω να σκιαγραφήσω το προφίλ και την τακτική της, οφείλω μια εξήγηση για την ονοματοδοσία της. Σε προϊσχύσαντα Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπονταν ένα μέτρο εκτέλεσης, η αποστολή μηνυτού, που έδινε τη δυνατότητα στο δανειστή να αποσπάσει δικαστική απόφαση, η οποία του επέτρεπε να εγκαταστήσει στην οικία του οφειλέτη άνθρωπο της εμπιστοσύνης του, ο καλούμενος «μηνυτής», «όπου εδιαιτάτο, εσιτίζετο και εκοιμάτο δαπάναις του οφειλέτου» και είχε ως μοναδική αποστολή να του υπενθυμίζει συνεχώς την ανάγκη εξοφλήσεως της οφειλής του.
Τέτοιες αποστολές άρχισαν να καταφθάνουν στην περίμετρο της Κουμουνδούρου, ήδη την επαύριον των εκλογών του Ιουνίου του 2012, για να πυκνώσουν εντυπωσιακά το τελευταίο διάστημα. Αναφέρομαι σε διανοούμενους με ειδικό βάρος και σημαίνουσα παρουσία στο δημόσιο διάλογο, που υποδεικνύουν επίμονα τα ελλείμματα στρατηγικής και τα προγραμματικά κενά του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως την υποχρέωσή του να συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα. Πρόκειται για διανοούμενους που, από τη δεκαετία του 1990, συνδιαμόρφωσαν μεθοδικά και επίμονα το ερμηνευτικό και κανονιστικό πλαίσιο για την αποδόμηση και απαξίωση του μεταπολιτευτικού κεκτημένου. Να θυμηθούμε μόνο ενδεικτικά τα αφοριστικά στερεότυπα περί λαϊκισμού, συντεχνιών, τζαμπαζήδων, διογκωμένου και αντιπαραγωγικού δημόσιου τομέα, εσωστρεφών και μη ανταγωνιστικών ΑΕΙ, αποτυχημένου κράτους… προνομιακά εργαλεία του μνημονιακού «Τζαγγερνώτ». Οι τρέχουσες αναλύσεις τους προσαρμοσμένες στο ύφος και τη θερμοκρασία της κρισιακής συγκυρίας και θεμελιωμένες ρητορικά στις αξίες και τις ιδέες της Αριστεράς, προοικονομούν και υποβάλλουν το «μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα» και τις πολιτικές προτεραιότητες της αναμενόμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
Θα αναρωτηθεί κανείς εύλογα γιατί η συρροή και η συνδρομή νεόκοπων και αναγεννημένων αριστερών αποτελεί πρόβλημα για τη στρατηγική και την προοπτική του κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς; Πολλώ δε μάλλον όταν οι έκτυπες αντινομίες της κυβερνητικής πολιτική, η απροσχημάτιστη παραβίαση θεμελιωδών αξιακών και θεσμικών παραδοχών, αναπροσδιορίζει τις ατομικές και συλλογικές στάσεις και προτιμήσεις. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα δεν είναι ο «συνωστισμός» των πρόσωπων, αλλά το ταξικό και πολιτικό φορτίο των ιδεών και των επεξεργασιών που αυτά κομίζουν. Η προφανής τους πρόθεση να εμβολιάσουν υποδόρια την ιδεολογική φυσιογνωμία και το πολιτικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με τα πυρηνικά στοιχειά της ηγεμονικής ατζέντας. Η σπουδή τους να υποδείξουν τις κοινωνικές και πολιτικές του συμμαχίες. Να διαμορφώσουν κοντολογίς το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η κυβερνητική διαχείριση την επόμενη μέρα. Και το πρόβλημα αποκτά υπαρξιακές διαστάσεις, αν αναλογιστούμε τις προκλήσεις και τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσει, το προσεχές διάστημα, η Αριστερά και η κοινωνία.
Η πρόκληση της αντι- ηγεμονίας
Η σημαντικότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά τόσο στη λογιστική των εκλογικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών, στα μείγματα πολιτικής που θα εφαρμόσει, ούτε καν στο εύρος και τη σύνθεση των συμμαχιών που θα τον περαιώσουν στην κυβέρνηση. Αφορά στο επίπονο και αβέβαιο διάβημα της σύνθεσης μιας ηγεμονικής πολιτικής πρότασης. Για να το θέσω διαφορετικά: η εκπλήρωση της υπόσχεσης που επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την ικανότητά του να συναρθρώσει δραστικές αντι-ηγεμονικές εγκλήσεις, ικανές να ρηγματώσουν τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική ηγεμονία, που εκπαίδευσε συστηματικά και έθισε την κοινωνία στο ναρκισσιστικό ατομικισμό, στον κοινωνικό κομφορμισμό, στην πολιτική απάθεια και τoν κοινωνικό αυτοματισμό.
Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την πολιτική βούληση να (ανα)συγκροτηθεί και να δράσει όχι ως κόμμα κυβερνητικής διαχείρισης, αλλά ως συλλογικός διανοούμενος. Να κινητοποιήσει δηλαδή τους οργανικούς διανοούμενους της Αριστεράς, να επεξεργαστεί αυτόνομα και να εμπεδώσει στη συλλογική συνείδηση το αξιακό σύστημα των υποτελών τάξεων, να παράξει ριζοσπαστική θεωρία και πολιτικό σχέδιο που θα μπολιάσουν τον πυρήνα του κυβερνητικού του προγράμματος. Και ασφαλώς να γειώσει την ηγεμονική του πρόταση στην υλικότητα των κοινωνικών σχέσεων. Άλλωστε, όσοι επιμένουν να αναζητούν στον Γκράμσι ερμηνείες και όχι τσιτάτα, γνωρίζουν καλά ότι η ηγεμονία γεννιέται στο «εργοστάσιο», εν προκειμένω στους υλικούς τόπους και στους κοινωνικούς δεσμούς, όπου οργανώνονται με βάναυσο τρόπο η εκμετάλλευση, η αποστέρηση και ο αποκλεισμός ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων. Εφόσον διασφαλιστούν αυτές οι προϋποθέσεις, είναι αυτονόητο ότι ο διάλογος και η συμπόρευση με διανοούμενους, πολιτικό προσωπικό και κοινωνικοπολιτικές δυνάμεις που ελαύνονται από διαφορετικούς ιδεολογικοπολιτικούς χώρους, όπως και η αξιοποίησή τους σε κυβερνητικές θέσεις και δημόσια αξιώματα δεν είναι μόνο θεμιτή, αλλά στις παρούσες συνθήκες και αναγκαία.
Επιστρέφω στον Γκράμσι και στη σοσιαλιστική στρατηγική που επεξεργάστηκε, μέσα από την επίκαιρη ανάγνωση του Ε. Λακλάου και της Σ. Μουφ, για να διατυπώσω τις συμπερασματικές μου σκέψεις: Η στρατηγική της Αριστεράς για την πολιτική της κατίσχυση μπορεί και οφείλει να στηριχτεί σε μια τακτική συμμαχία διαφορετικών συμφερόντων, όπου τα συμπράττοντα μέρη θα διατηρήσουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους. Ο αγώνας όμως για την ιδεολογική ηγεμονία, και αυτός είναι ο κρίσιμος αγώνας, προϋποθέτει μια συλλογική βούληση που με αγωγό την ιδεολογία θα ενοποιήσει το «ιστορικό μπλοκ» και θα το προσανατολίσει σταθερά και ενεργητικά στο μακρινό, ακόμη, ορίζοντα του δικού μας σοσιαλισμού.
Ξέρω ότι το εγχείρημα είναι δύσκολο, ναρκοθετημένο και αστάθμητο στις εκβάσεις του, το διεθνές περιβάλλον δυσμενές, οι συσχετισμοί στο κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο εξαιρετικά αρνητικοί…όμως η Αριστερά και ο κόσμος της δεν έχουν την πολυτέλεια να σαστίσουν μπροστά στην πρόκληση της Ιστορίας, γιατί δεν έχουμε την αντοχή για μια ακόμα χαμένη ευκαιρία. Και η ευκαιρία κινδυνεύει να χαθεί αν, στο όνομα της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας, εκχωρήσουμε στους κατ’ επάγγελμα διανοούμενους και στους μηχανισμούς που τους πλαισιώνουν τα πεδία της θεωρίας, των αξιών και των ιδεών.
Ο Ευθ. Παπαβλασόπουλος διδάσκει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου