Συζητάμε με τον καθηγητή πολιτικής κοινωνιολογίας στα πανεπιστήμιο
Αθηνών, Μιχάλη Σπουρδαλάκη, για την προσπάθεια της κυβέρνησης να
ροκανίσει το χρόνο που της απομένει και την επικοινωνιακή πολιτική που
ακολουθεί. “Το πολιτικό υποκείμενο πρέπει να ανταποκριθεί και
οργανωτικά στη δυναμική της πολιτικής του ανάπτυξης”, αναφέρει ο Μ.
Σπουρδαλάκης περιγράφοντας τα επόμενα βήματα του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να
ανταποκριθεί στις ευθύνες που του αναλογούν.
Τη συνέντευξη πήραν
ο Παύλος Κλαυδιανός
και η Ιωάννα Δρόσου
Η κυβέρνηση, τελευταία, κάθε μέρα ανακοινώνει την έξοδο από τα μνημόνια και αμέσως διαψεύδεται από τους εταίρους ή τους δανειστές. Που θα την οδηγήσει αυτή η τακτική;
Η ανειλικρίνεια της κυβέρνησης συνεχίζεται. Αυτό καθημερινά δείχνει μία διάσταση ανάμεσα στη λεγόμενη επικοινωνιακή πολιτική και τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, που συνεχώς εκθέτουν την κυβέρνηση. Από τη μια μεριά, στο επικοινωνιακό επίπεδο κατασκευάζει πραγματικότητες, υπόσχεται θετικές εκβάσεις που τελικά διαψεύδονται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές στο εσωτερικό και τις αντιδράσεις της τρόικας. Αυτό, εκτός των άλλων, αποκαλύπτει την αρρυθμία και την αντιφατικότητα της κυβέρνησης απέναντι στην εφαρμογή των δικών της πολιτικών. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κυβέρνηση δεν ξεκαθάρισε έγκαιρα αν ήθελε να πάει σε μια στρατηγική «σκληρού ροκ» ή σε εκείνη που θα οδηγούσε στο σενάριο «αριστερής παρένθεσης». Έχασε τη χρονικότητα / timing αυτού του ενδεχόμενου και τώρα είναι σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Πρόκειται για εξέλιξη που, δυστυχώς, επιτείνει την αυταρχικότητά της. Και αυτό της δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Ακόμη και οι δανειστές και οι «εταίροι» δεν μπορούν να εμπιστευτούν μια κυβέρνηση αδύναμη, που όχι μόνο καταρρέει δημοσκοπικά, αλλά και έχει απολέσει την λειτουργικότητά της, δημιουργώντας συνεχώς πεδία αστάθειας και σοβαρές τάσεις απομείωσης και της ελάχιστης λαϊκής συναίνεσης που της είχε απομείνει.
Όμως, η κυβέρνηση δίνει μία μάχη με το χρόνο, αφού είναι δεδομένο ότι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα είναι η στιγμή της λήξης της θητείας της. Προς τι αυτή η καθυστέρηση;
Κερδίζοντας αυτό το χρόνο, θα υλοποιηθούν κάποια πολύ σημαντικά προγράμματα προς όφελος εκείνων των συμφερόντων, που φαίνεται να επιλέγει να εξυπηρετήσει. Την ίδια στιγμή, υπονομεύει συστηματικά τις δυνατότητες που μπορεί να έχει μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η διανομή και κατανομή του ΕΣΠΑ είναι ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής, καθώς δεσμεύονται και ξοδεύονται χρήματα με τέτοιους ρυθμούς που δεν είναι σίγουρο, αν αργήσουν οι εκλογές, πόσα χρήματα θα υπάρχουν για την υλοποίηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, η καθυστέρηση δεν έχει μόνο σκοπό να κερδίσουν κάποιους μισθούς οι βουλευτές, όπως απλουστευτικά προβάλλεται, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με τη διανομή των πόρων, την υλοποίηση δεσμεύσεων και τη συνέχιση εξυπηρέτησης του πλέγματος συμφερόντων, που εξυπηρετούν οι πολιτικές επιθετικής λιτότητας που υλοποιεί.
Ο ρόλος του πολιτικού συστήματος
Έχουμε δει και αναλύσει, και σε προηγούμενες συζητήσεις μας, τις επιπτώσεις του μνημονίου στο πολιτικό σύστημα. Οι αποφάσεις του Γιούρογκρουπ θα επιφέρουν ένα δεύτερο μέρος επιπτώσεων;
Όπως, πράγματι, έχουμε πει και στο παρελθόν, η πολιτική κρίση είχε προηγηθεί της οικονομικής. Απλώς η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας ανέδειξε την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Το μείζον ζήτημα αυτής της κρίσης ήταν η πλήρης απόσταση του συστήματος πολιτικής, κομματικής εκπροσώπησης –αλλά και σε ένα βαθμό του συστήματος κοινωνικής εκπροσώπησης- από τα κοινωνικά και κυρίως τα λαϊκά αιτήματα. Το κομματικό σύστημα διαγκωνίζονταν, ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία του Μάαστριχτ, στη βάση της καλύτερης διαχείρισης του κράτους και έτσι είχαμε δύο πολύ μεγάλες περιόδους «εκσυγχρονισμού» (1993-2004) και «μεταρρυθμίσεων» (2004-2009) από τα δύο κυβερνητικά κόμματα, τα οποία αδιαφορούσαν για τα λαϊκά αιτήματα. Σε αυτή την εξέλιξη πρέπει να αποδοθεί η μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στο κομματικό σύστημα, με τα γνωστά φαινόμενα, αποστράτευσης, κυνισμού, αντιπολιτικών και αντικομματικών στάσεων.
Ευτυχώς η παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στο κοινωνικό επίπεδο όλα αυτά τα χρόνια, πολύ πριν την παγκόσμια κρίση, ανέδειξε τη δυνατότητα μιας άλλης μεταπολίτευσης, δηλαδή μιας άλλης σχέσης κοινωνίας-κράτους. Άρα το πολιτικό σύστημα, αυτή τη στιγμή, δεν προσπαθεί να υπονομεύσει μόνο τη δυνατότητα της υλοποίησης του οικονομικού και κοινωνικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και να τον παρασύρει σε αναθεώρηση της πολιτικής του κατεύθυνσης, που έχει να κάνει με την προσπάθεια εκδημοκρατισμού, δηλαδή με το να αναγνωρίζεται εμπράκτως η κοινωνία ως αφετηρία και επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και του πολιτικού συστήματος. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το μιντιακό σύστημα και οι όψιμοι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αξιοποιούν συνήθειες παραγοντισμού και αδράνειες συμπεριφορών και «νουθετούν» τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να γίνει «σοβαρό» κυβερνητικό κόμμα, πάντα φυσικά με στόχο την εκλογική διεύρυνση. Σας προτείνω να ξαναδιαβάσετε σχετικά το εξαιρετικό άρθρο του Ε. Παπαβλασόπουλου στην Εποχή (2/11/14). Οι σχετικές, όψιμες και εκτός καταστατικών προβλέψεων, συζητήσεις για την παρουσία «επωνύμων» στα ψηφοδέλτια του κόμματος σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτούν.
Άρα το παλιό πολιτικό σύστημα παλεύει να δημιουργήσει έναν νέο αλλά πανομοιότυπο δικομματισμό. Πώς θα αποφύγει η ριζοσπαστική αριστερά αυτή την παγίδα;
Ο δικομματισμός ήταν ένα σύστημα διακυβέρνησης και όχι απλώς η εναλλαγή δύο κομμάτων στην κυβέρνηση. Σε αυτόν τον δικομματισμό, έστω και ως μικροεταίρος, συμμετείχε η παλαιά αριστερά, και όχι -όπως φάνηκε μετά τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ- η ριζοσπαστική αριστερά. Γι’ αυτό βλέπουμε ένα μέτωπο δυνάμεων που θέλει να βάλει σε αυτή τη λογική και τον ΣΥΡΙΖΑ. Άρα οι πολιτικές αλλαγές που θα προκύψουν από το νέο μνημόνιο θα έχουν να κάνουν προς ποια κατεύθυνση θα πάνε αυτά τα δύο μπλοκ. Αν το μπλοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς, που επιχειρεί να εκφράσει τις κοινωνικές δυνάμεις αντίστασης, διατηρήσει τον στρατηγικό του προσανατολισμό, τότε αναμένεται ότι το κυβερνητικό μπλοκ θα διολισθαίνει σε όλο και πιο αυταρχικές αντιδράσεις. Αν, από την άλλη, η ριζοσπαστική αριστερά λησμονήσει ή δεν αντισταθεί όσο πρέπει και υιοθετήσει κάποια στοιχεία από το παλιό σύστημα διακυβέρνησης, νομίζω πως τότε θα μπει στο κάδρο της αναπαλαίωσης των σχέσεων κοινωνίας-κράτους και του παλαιού πολιτικού συστήματος.
Να διαγράψουμε τα σημεία στίξης
Αυτό το σχέδιο αναπαλαίωσης μπορεί να ανατραπεί; Σε έρευνα της Public Issue για τους θεσμούς, είδαμε ότι τη λιγότερη εμπιστοσύνη συγκεντρώνουν οι εφημερίδες, η τηλεόραση και τα κόμματα, ενώ τη μεγαλύτερη ο στρατός και η αστυνομία. Την ίδια στιγμή, βλέπουμε ότι οι αντιστάσεις έχουν καμφθεί. Μπορεί ο δικομματισμός να επανακάμψει;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι έλληνες πολίτες αντιστάθηκαν αποτελεσματικά στις πολιτικές λιτότητας. Έριξαν κυβερνήσεις, επέβαλαν εκλογές, έφτιαξαν ή ενδυνάμωσαν κόμματα, ανέτρεψαν συσχετισμούς στο πολιτικό σύστημα. Οι πολίτες, όμως, έχουν χαμηλή εκτίμηση στα κόμματα γιατί γνώρισαν τα δεδομένα κόμματα του συστήματος, της ιδιοτέλειας, του «ατσαλάκωτου» πολιτικού προσωπικού, της διαχείρισης και της διαφθοράς. Δεν ξέρω αν ο κόσμος γνώριζε το μοντέλο ενός κόμματος που υλοποιεί στην καθημερινότητά του, μέσα κι έξω από τους θεσμούς, την υπόσχεσή του για σεβασμό στα αιτήματα, που προκύπτουν από την κοινωνική κίνηση, αν θα είχε την ίδια απαξιωτική αντίληψη με τα κόμματα εν συνόλω.
Αυτό που βλέπουμε τώρα, π.χ. στο Ποδέμος και τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι προτάσεις και εκδοχές πολιτικών μετασχηματισμών σ’ ένα κόσμο που οι υλικές του προϋποθέσεις αναπαραγωγής αλλάζουν. Και είμαστε υποχρεωμένοι, ως ανανεωτική, μέσα στην παράδοση του κριτικού μαρξισμού, αριστερά να διαγράψουμε τα σημεία στίξης, που διαχωρίζουν τα κοινωνικά υποκείμενα αναφοράς μας, να αναδείξουμε και να δώσουμε προοπτική στη νέα ταξικότητα, χωρίς φυσικά αναγωγισμούς και κοινωνιολογισμούς. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα κόμμα που οργανωτικά, αλλά και πολιτικά, θα αναφέρεται στη νέα αυτή ταξικότητα, τη νέα μεγάλη εργατική τάξη, που προκύπτει από τη δυναμική συσσώρευση του κεφαλαίου, που στηρίζεται στη ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση της παραδοσιακής και «νέας μικροαστικής» τάξης, τη χρήση των κοινωνικών υποκειμένων (άνδρες και κυρίως γυναίκες) που φυτοζωούν στο «περιθώριο» και άλλους.
Γίνονται προσπάθειες προσέγγισης εκπροσώπων του παλιού συστήματος στον ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί κάνουν λόγο για στροφή προς το Κέντρο. Ποια πρέπει να είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό;
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δώσει μια απάντηση γιατί φθίνει το λεγόμενο κέντρο. Να κάνει ξεκάθαρο ότι το Ποτάμι αποτελεί το καθαρτήριο των ένοχων συνειδήσεων της νεοφιλελεύθερης εκδοχής των εκσυγχρονιστών. Και το κυριότερο όλων, να κάνει ξεκάθαρο ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν αποτελεί επιλογή πλέον. Να δείξει, δηλαδή, ότι η δομή και η δυναμική του καπιταλισμού είναι τέτοια πια που αδίστακτα χρησιμοποιεί το κράτος, ανοίγει νέα πεδία συσσώρευσης, σε περιοχές που δεν αποτελούσαν αντικείμενο οικονομικής δραστηριότητας (γη, παραλίες, τα κοινά) ή και σε πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής (κοινωνική πρόνοια, παιδεία, υγεία). Άρα, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει πλέον «χώρο» παρέμβασης, δεν μπορεί καν να υποσχεθεί τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.
Επιχειρήματα εκ του πονηρού
Σε προηγούμενη συνέντευξή σου στην «Εποχή» ήσουν πολύ αρνητικός όσον αφορά στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη ΔΗΜΑΡ. Τώρα τι εκτιμάς για την τύχη της;
Μια πολιτική δύναμη, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία επιδιώκει πέρα από τον μεσομακροπρόθεσμο κοινωνικό μετασχηματισμό και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, και της άμεσης κοινωνικής δικαιοσύνης, πρέπει να περιλαμβάνει στους κόλπους της τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ωστόσο, δεν μπορεί να περιλάβει, σε αυτή τη διαδικασία δυνάμεις, δίκτυα ή προσωπικότητες, οι οποίες έχουν συμβάλει στη νομιμοποίηση αυτών των πολιτικών καταστροφής, γιατί τίθενται σοβαρότατα θέματα αξιοπιστίας και υπονόμευσης αυτής της προοπτικής. Ακούω πολύ συχνά πλέον από βουλευτές της ΔΗΜΑΡ να ισχυρίζονται ότι δεν ψήφισαν τα μνημόνια ή ακόμη περί κοινών ψηφοδελτίων κλπ. Αυτά είναι επιχειρήματα εκ του πονηρού.
Επιμένεις πολύ στο οργανωτικό για την ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ. Να το δούμε λίγο;
Το πολιτικό υποκείμενο πρέπει να ανταποκριθεί και οργανωτικά στη δυναμική της πολιτικής του ανάπτυξης. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχει με συστηματικό τρόπο καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει στα μέλη του με σαφήνεια τη λογική της πολιτικής του προοπτικής. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι αποτέλεσμα τεσσάρων πολύ σημαντικών στιγμών: Παρουσία στο κοινωνικό πεδίο, ιδιαίτερη παρουσία στους θεσμούς κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, κυβερνητικό πρόγραμμα που στηρίζεται και στην κοινωνία και στην εμπειρία από την συμμετοχή στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και δυνατότητα άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Και όλες αυτές οι στιγμές οφείλουν να βρίσκονται σε λειτουργική και οργανωτική συνέχεια να αλληλοελέγχονται και να αλληλοεμπλουτίζονται. Αυτό έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ ως εδώ. Αυτή η αναστοχαστική γνώση θα όφειλε να γίνει οδηγός και συνείδηση. Δεν θα μας έλυνε όλα τα προβλήματα, αλλά θα έδινε μια κατεύθυνση. Η αναγκαιότητα για συνεχή οργανωτική ανανέωση και αποτελεσματικότητα θα έπρεπε να αναδείξει αυτό το κεκτημένο σε μπούσουλα για τα οργανωτικά και πολιτικά ζητήματα στρατηγικής που προκύπτουν.
Προσοχή στα πρόσωπα που θα επιλεγούν
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΔΕΘ ήταν μια πρώτη προσπάθεια όλων των παραπάνω;
Οι όποιες παραλήψεις ή αβλεψίες είναι αναμενόμενες διότι στην πολιτική, στην καθημερινότητα, δεν έχεις την πολυτέλεια να δεις όσα λέμε εμείς τώρα. Βλέπετε η θεωρία κι η πράξη πάντα βρίσκονται σε μια βαθιά ένταση και η σύνθεσή τους είναι πάντα ζητούμενο. Ωστόσο, πρέπει να θεσμοθετηθούν στο κόμμα τέτοιου είδους διαδικασίες που να ενθαρρύνουν τον αναστοχασμό, ώστε εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται τέτοια ζητήματα. Στη ΔΕΘ, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκαθάρισε τι μπορεί να κάνει τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης. Δεν χρειάζεται, όμως, μια αντίστοιχη ΔΕΘ για τα οργανωτικά, για το τι είδους πολιτικό προσωπικό χρειάζεται, αντί να αφήνονται υπονοούμενα ότι μπορεί να ενταχθούν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ τοπικοί ή άλλοι παράγοντες από το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σαφέστατα η ΔΕΘ έδειξε το δρόμο, όμως θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια και στα άλλα επίπεδα: στο οργανωτικό, στην οργάνωση του πολιτικού συστήματος και τη δημόσια διοίκηση και πρωτίστως στις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Για παράδειγμα, αν στη ΔΕΘ στις πρώτες σειρές αντί για τα στελέχη του κόμματος, βλέπαμε εκπροσώπους της νέας ταξικότητας, που αναφέραμε πιο πάνω, καθώς και τους κοινωνικούς φορείς, τα κινήματα, τα συνδικάτα που αποτελούν τις κοινωνικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ, τότε σε συμβολικό επίπεδο θα υπονομεύαμε πιο αποτελεσματικά την αναπαραγωγή του παλιού. Γνωρίζω ότι αυτό που λέω είναι ίσως μια λεπτομέρεια, όμως με αυτές τις λεπτομέρειες διαμορφώνεις συνειδήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μετασχηματίζουν τον κόσμο συμβάλλοντας στο χειραφετητικό όραμα.
Τα πρόσωπα, δηλαδή, που θα επιλεγούν για να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο στίγμα που θα αφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ εισηγείται νέους θεσμούς και αυτοί φτιάχνονται από ανθρώπους πεπαιδευμένος, με συνείδηση ότι επιχειρούν κάτι άλλο από αυτό που ξέρουμε. Άρα χρειάζονται άνθρωποι που θα αντισταθούν στις δεδομένες αδράνειες που θα συναντήσουν. Γι’ αυτό λέω ότι τα πρόσωπα που θα επιλεγούν πρέπει να σηματοδοτούν ότι πρόκειται για μια προσπάθεια που περιλαμβάνει τη νέα ταξικότητα, που θα αξιοποιεί την εμπειρία και τα στοιχεία που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ελπίδα αλλαγής. Να περιλαμβάνει, λοιπόν, τα διάφορα κινήματα αντίστασης, όπως για παράδειγμα η ΒΙΟΜΕ, ή στο κοινωνικό πεδίο, το επιτυχές παράδειγμα των δικτύων αλληλεγγύης, ή στο δημόσιο το παράδειγμα της αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ κά. Αυτή η λογική οφείλει να αποτυπώνεται και στα πρόσωπα. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μπαίνει κανείς στο τερέν των κατασκευασμένων ή ακόμη και πραγματικών πολώσεων ή και διλημμάτων των αντίπαλων.
Η ευθύνη μας είναι τεράστια
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διεθνώς. Και βλέπουμε συνεχώς να αναδεικνύονται και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Γιγαντώνονται έτσι οι ευθύνες του;
Στον ΣΥΡΙΖΑ συναντήθηκαν και συνυπάρχουν δύο πολύ μεγάλες παραδόσεις της Αριστεράς. Από τη μια, η κλασική παράδοση του ότι είχε απομείνει από τις πολλές διαστάσεις της Δεύτερης και Τρίτης Διεθνούς και από την άλλη όλο το κεκτημένο των νέων κοινωνικών κινημάτων. Και αυτή η συνύπαρξη δεν απαντάται αλλού. Καταφέραμε να το κάνουμε αυτό και πρέπει να το αξιοποιήσουμε, να μας εμπνεύσει, να αποτελέσει βάση αυτοπεποίθησης και ανεκτικότητας με τους άνδρες και τις γυναίκες που εμπλέκονται σε αυτή την προσπάθεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο επίκεντρο διότι υπάρχει παγκόσμιο ενδιαφέρον για το μέλλον της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής. Και πρέπει πάντα να έχουμε συνείδηση του τι μας έφερε ως εδώ. Κάθε φορά που η ευρύτερη Αριστερά κοίταξε δεξιά της για να δυναμωθεί έχανε πάντα.
Η ανάγκη αυτοδυναμίας είναι εμφανής. Όμως πρέπει σε αυτόν τον στόχο να υπάρχουν όρια;
Χαρακτηριστικό των κομμάτων καρτέλ αποτελεί η σύγχυση ανάμεσα στο ποιος/α είναι μέλος και ποιος/α φίλος/η. Επίσης, αυτά τα κόμματα στηρίζονται στους κρατικούς πόρους, και ενώ προωθούν τη αποκέντρωση οδηγούνται σε μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας στην κορυφή του κόμματος. Αυτά πρέπει να προσέξουμε. Ξαναλέω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι έχεις τις πόρτες κλειστές. Απλά πρέπει να αποκλείσεις ατομικές και ιδιοτελείς στρατηγικές. Πρέπει το κόμμα να κάνει την επιλογή να αποκλείσει κάποιους/ες ή να προσκαλέσει και να αξιοποιήσει την συμβολή άλλων, που ακόμη κι αν δεν έχουν κομματική κάρτα μέλους, μοιράζονται μαζί μας αρχές και αξίες. Δεν μπορεί να ανέχεται ανθρώπους που αποτέλεσαν την οργανική διανόηση του παλαιού καθεστώτος και να τους αποδέχεται ως λύση. Ουσιαστικά έτσι θα οδηγηθούμε σε μια πλήρη απογοήτευση με τεράστιες συνέπειες για τη δυναμική της δημοκρατίας στη χώρα. Η ευθύνη μας είναι τεράστια γιατί αν αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτύχει η δημοκρατία. Αν κανείς θεωρήσει το τελευταίο υπερβολικό ή δευτερεύον τότε ας κοιτάξει τα τελευταία γεγονότα που αποκάλυψαν τον αυταρχικό χαρακτήρα των Πρυτανικών Αρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αλλού, τα οποία αποτελούν απόδειξη του γεγονότος ότι η προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να κάνει μόνο με το κοινωνικό ζήτημα αλλά πρωτίστως με τη δημοκρατία.
Πηγή: http://epohi.gr
Τη συνέντευξη πήραν
ο Παύλος Κλαυδιανός
και η Ιωάννα Δρόσου
Η κυβέρνηση, τελευταία, κάθε μέρα ανακοινώνει την έξοδο από τα μνημόνια και αμέσως διαψεύδεται από τους εταίρους ή τους δανειστές. Που θα την οδηγήσει αυτή η τακτική;
Η ανειλικρίνεια της κυβέρνησης συνεχίζεται. Αυτό καθημερινά δείχνει μία διάσταση ανάμεσα στη λεγόμενη επικοινωνιακή πολιτική και τις εφαρμοζόμενες πολιτικές, που συνεχώς εκθέτουν την κυβέρνηση. Από τη μια μεριά, στο επικοινωνιακό επίπεδο κατασκευάζει πραγματικότητες, υπόσχεται θετικές εκβάσεις που τελικά διαψεύδονται από τις εφαρμοζόμενες πολιτικές στο εσωτερικό και τις αντιδράσεις της τρόικας. Αυτό, εκτός των άλλων, αποκαλύπτει την αρρυθμία και την αντιφατικότητα της κυβέρνησης απέναντι στην εφαρμογή των δικών της πολιτικών. Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η κυβέρνηση δεν ξεκαθάρισε έγκαιρα αν ήθελε να πάει σε μια στρατηγική «σκληρού ροκ» ή σε εκείνη που θα οδηγούσε στο σενάριο «αριστερής παρένθεσης». Έχασε τη χρονικότητα / timing αυτού του ενδεχόμενου και τώρα είναι σε κατάσταση νευρικής κρίσης. Πρόκειται για εξέλιξη που, δυστυχώς, επιτείνει την αυταρχικότητά της. Και αυτό της δημιουργεί σοβαρά προβλήματα. Ακόμη και οι δανειστές και οι «εταίροι» δεν μπορούν να εμπιστευτούν μια κυβέρνηση αδύναμη, που όχι μόνο καταρρέει δημοσκοπικά, αλλά και έχει απολέσει την λειτουργικότητά της, δημιουργώντας συνεχώς πεδία αστάθειας και σοβαρές τάσεις απομείωσης και της ελάχιστης λαϊκής συναίνεσης που της είχε απομείνει.
Όμως, η κυβέρνηση δίνει μία μάχη με το χρόνο, αφού είναι δεδομένο ότι η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας θα είναι η στιγμή της λήξης της θητείας της. Προς τι αυτή η καθυστέρηση;
Κερδίζοντας αυτό το χρόνο, θα υλοποιηθούν κάποια πολύ σημαντικά προγράμματα προς όφελος εκείνων των συμφερόντων, που φαίνεται να επιλέγει να εξυπηρετήσει. Την ίδια στιγμή, υπονομεύει συστηματικά τις δυνατότητες που μπορεί να έχει μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η διανομή και κατανομή του ΕΣΠΑ είναι ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της πολιτικής, καθώς δεσμεύονται και ξοδεύονται χρήματα με τέτοιους ρυθμούς που δεν είναι σίγουρο, αν αργήσουν οι εκλογές, πόσα χρήματα θα υπάρχουν για την υλοποίηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα, η καθυστέρηση δεν έχει μόνο σκοπό να κερδίσουν κάποιους μισθούς οι βουλευτές, όπως απλουστευτικά προβάλλεται, αλλά έχει περισσότερο να κάνει με τη διανομή των πόρων, την υλοποίηση δεσμεύσεων και τη συνέχιση εξυπηρέτησης του πλέγματος συμφερόντων, που εξυπηρετούν οι πολιτικές επιθετικής λιτότητας που υλοποιεί.
Ο ρόλος του πολιτικού συστήματος
Έχουμε δει και αναλύσει, και σε προηγούμενες συζητήσεις μας, τις επιπτώσεις του μνημονίου στο πολιτικό σύστημα. Οι αποφάσεις του Γιούρογκρουπ θα επιφέρουν ένα δεύτερο μέρος επιπτώσεων;
Όπως, πράγματι, έχουμε πει και στο παρελθόν, η πολιτική κρίση είχε προηγηθεί της οικονομικής. Απλώς η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας ανέδειξε την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος. Το μείζον ζήτημα αυτής της κρίσης ήταν η πλήρης απόσταση του συστήματος πολιτικής, κομματικής εκπροσώπησης –αλλά και σε ένα βαθμό του συστήματος κοινωνικής εκπροσώπησης- από τα κοινωνικά και κυρίως τα λαϊκά αιτήματα. Το κομματικό σύστημα διαγκωνίζονταν, ιδιαίτερα μετά τη συμφωνία του Μάαστριχτ, στη βάση της καλύτερης διαχείρισης του κράτους και έτσι είχαμε δύο πολύ μεγάλες περιόδους «εκσυγχρονισμού» (1993-2004) και «μεταρρυθμίσεων» (2004-2009) από τα δύο κυβερνητικά κόμματα, τα οποία αδιαφορούσαν για τα λαϊκά αιτήματα. Σε αυτή την εξέλιξη πρέπει να αποδοθεί η μεγάλη δυσαρέσκεια απέναντι στο κομματικό σύστημα, με τα γνωστά φαινόμενα, αποστράτευσης, κυνισμού, αντιπολιτικών και αντικομματικών στάσεων.
Ευτυχώς η παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στο κοινωνικό επίπεδο όλα αυτά τα χρόνια, πολύ πριν την παγκόσμια κρίση, ανέδειξε τη δυνατότητα μιας άλλης μεταπολίτευσης, δηλαδή μιας άλλης σχέσης κοινωνίας-κράτους. Άρα το πολιτικό σύστημα, αυτή τη στιγμή, δεν προσπαθεί να υπονομεύσει μόνο τη δυνατότητα της υλοποίησης του οικονομικού και κοινωνικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και να τον παρασύρει σε αναθεώρηση της πολιτικής του κατεύθυνσης, που έχει να κάνει με την προσπάθεια εκδημοκρατισμού, δηλαδή με το να αναγνωρίζεται εμπράκτως η κοινωνία ως αφετηρία και επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων και του πολιτικού συστήματος. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που το μιντιακό σύστημα και οι όψιμοι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αξιοποιούν συνήθειες παραγοντισμού και αδράνειες συμπεριφορών και «νουθετούν» τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να γίνει «σοβαρό» κυβερνητικό κόμμα, πάντα φυσικά με στόχο την εκλογική διεύρυνση. Σας προτείνω να ξαναδιαβάσετε σχετικά το εξαιρετικό άρθρο του Ε. Παπαβλασόπουλου στην Εποχή (2/11/14). Οι σχετικές, όψιμες και εκτός καταστατικών προβλέψεων, συζητήσεις για την παρουσία «επωνύμων» στα ψηφοδέλτια του κόμματος σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να ερμηνευτούν.
Άρα το παλιό πολιτικό σύστημα παλεύει να δημιουργήσει έναν νέο αλλά πανομοιότυπο δικομματισμό. Πώς θα αποφύγει η ριζοσπαστική αριστερά αυτή την παγίδα;
Ο δικομματισμός ήταν ένα σύστημα διακυβέρνησης και όχι απλώς η εναλλαγή δύο κομμάτων στην κυβέρνηση. Σε αυτόν τον δικομματισμό, έστω και ως μικροεταίρος, συμμετείχε η παλαιά αριστερά, και όχι -όπως φάνηκε μετά τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ- η ριζοσπαστική αριστερά. Γι’ αυτό βλέπουμε ένα μέτωπο δυνάμεων που θέλει να βάλει σε αυτή τη λογική και τον ΣΥΡΙΖΑ. Άρα οι πολιτικές αλλαγές που θα προκύψουν από το νέο μνημόνιο θα έχουν να κάνουν προς ποια κατεύθυνση θα πάνε αυτά τα δύο μπλοκ. Αν το μπλοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς, που επιχειρεί να εκφράσει τις κοινωνικές δυνάμεις αντίστασης, διατηρήσει τον στρατηγικό του προσανατολισμό, τότε αναμένεται ότι το κυβερνητικό μπλοκ θα διολισθαίνει σε όλο και πιο αυταρχικές αντιδράσεις. Αν, από την άλλη, η ριζοσπαστική αριστερά λησμονήσει ή δεν αντισταθεί όσο πρέπει και υιοθετήσει κάποια στοιχεία από το παλιό σύστημα διακυβέρνησης, νομίζω πως τότε θα μπει στο κάδρο της αναπαλαίωσης των σχέσεων κοινωνίας-κράτους και του παλαιού πολιτικού συστήματος.
Να διαγράψουμε τα σημεία στίξης
Αυτό το σχέδιο αναπαλαίωσης μπορεί να ανατραπεί; Σε έρευνα της Public Issue για τους θεσμούς, είδαμε ότι τη λιγότερη εμπιστοσύνη συγκεντρώνουν οι εφημερίδες, η τηλεόραση και τα κόμματα, ενώ τη μεγαλύτερη ο στρατός και η αστυνομία. Την ίδια στιγμή, βλέπουμε ότι οι αντιστάσεις έχουν καμφθεί. Μπορεί ο δικομματισμός να επανακάμψει;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι έλληνες πολίτες αντιστάθηκαν αποτελεσματικά στις πολιτικές λιτότητας. Έριξαν κυβερνήσεις, επέβαλαν εκλογές, έφτιαξαν ή ενδυνάμωσαν κόμματα, ανέτρεψαν συσχετισμούς στο πολιτικό σύστημα. Οι πολίτες, όμως, έχουν χαμηλή εκτίμηση στα κόμματα γιατί γνώρισαν τα δεδομένα κόμματα του συστήματος, της ιδιοτέλειας, του «ατσαλάκωτου» πολιτικού προσωπικού, της διαχείρισης και της διαφθοράς. Δεν ξέρω αν ο κόσμος γνώριζε το μοντέλο ενός κόμματος που υλοποιεί στην καθημερινότητά του, μέσα κι έξω από τους θεσμούς, την υπόσχεσή του για σεβασμό στα αιτήματα, που προκύπτουν από την κοινωνική κίνηση, αν θα είχε την ίδια απαξιωτική αντίληψη με τα κόμματα εν συνόλω.
Αυτό που βλέπουμε τώρα, π.χ. στο Ποδέμος και τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι προτάσεις και εκδοχές πολιτικών μετασχηματισμών σ’ ένα κόσμο που οι υλικές του προϋποθέσεις αναπαραγωγής αλλάζουν. Και είμαστε υποχρεωμένοι, ως ανανεωτική, μέσα στην παράδοση του κριτικού μαρξισμού, αριστερά να διαγράψουμε τα σημεία στίξης, που διαχωρίζουν τα κοινωνικά υποκείμενα αναφοράς μας, να αναδείξουμε και να δώσουμε προοπτική στη νέα ταξικότητα, χωρίς φυσικά αναγωγισμούς και κοινωνιολογισμούς. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα κόμμα που οργανωτικά, αλλά και πολιτικά, θα αναφέρεται στη νέα αυτή ταξικότητα, τη νέα μεγάλη εργατική τάξη, που προκύπτει από τη δυναμική συσσώρευση του κεφαλαίου, που στηρίζεται στη ιδιωτικοποιήσεις, τη διάλυση της παραδοσιακής και «νέας μικροαστικής» τάξης, τη χρήση των κοινωνικών υποκειμένων (άνδρες και κυρίως γυναίκες) που φυτοζωούν στο «περιθώριο» και άλλους.
Γίνονται προσπάθειες προσέγγισης εκπροσώπων του παλιού συστήματος στον ΣΥΡΙΖΑ. Πολλοί κάνουν λόγο για στροφή προς το Κέντρο. Ποια πρέπει να είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό;
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να δώσει μια απάντηση γιατί φθίνει το λεγόμενο κέντρο. Να κάνει ξεκάθαρο ότι το Ποτάμι αποτελεί το καθαρτήριο των ένοχων συνειδήσεων της νεοφιλελεύθερης εκδοχής των εκσυγχρονιστών. Και το κυριότερο όλων, να κάνει ξεκάθαρο ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν αποτελεί επιλογή πλέον. Να δείξει, δηλαδή, ότι η δομή και η δυναμική του καπιταλισμού είναι τέτοια πια που αδίστακτα χρησιμοποιεί το κράτος, ανοίγει νέα πεδία συσσώρευσης, σε περιοχές που δεν αποτελούσαν αντικείμενο οικονομικής δραστηριότητας (γη, παραλίες, τα κοινά) ή και σε πεδία κοινωνικής αναπαραγωγής (κοινωνική πρόνοια, παιδεία, υγεία). Άρα, θα πρέπει να γίνει ξεκάθαρο, ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει πλέον «χώρο» παρέμβασης, δεν μπορεί καν να υποσχεθεί τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού.
Επιχειρήματα εκ του πονηρού
Σε προηγούμενη συνέντευξή σου στην «Εποχή» ήσουν πολύ αρνητικός όσον αφορά στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη ΔΗΜΑΡ. Τώρα τι εκτιμάς για την τύχη της;
Μια πολιτική δύναμη, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία επιδιώκει πέρα από τον μεσομακροπρόθεσμο κοινωνικό μετασχηματισμό και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, και της άμεσης κοινωνικής δικαιοσύνης, πρέπει να περιλαμβάνει στους κόλπους της τις ευρύτερες δυνατές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ωστόσο, δεν μπορεί να περιλάβει, σε αυτή τη διαδικασία δυνάμεις, δίκτυα ή προσωπικότητες, οι οποίες έχουν συμβάλει στη νομιμοποίηση αυτών των πολιτικών καταστροφής, γιατί τίθενται σοβαρότατα θέματα αξιοπιστίας και υπονόμευσης αυτής της προοπτικής. Ακούω πολύ συχνά πλέον από βουλευτές της ΔΗΜΑΡ να ισχυρίζονται ότι δεν ψήφισαν τα μνημόνια ή ακόμη περί κοινών ψηφοδελτίων κλπ. Αυτά είναι επιχειρήματα εκ του πονηρού.
Επιμένεις πολύ στο οργανωτικό για την ανάπτυξη του ΣΥΡΙΖΑ. Να το δούμε λίγο;
Το πολιτικό υποκείμενο πρέπει να ανταποκριθεί και οργανωτικά στη δυναμική της πολιτικής του ανάπτυξης. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχει με συστηματικό τρόπο καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να δώσει στα μέλη του με σαφήνεια τη λογική της πολιτικής του προοπτικής. Δεν έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι αποτέλεσμα τεσσάρων πολύ σημαντικών στιγμών: Παρουσία στο κοινωνικό πεδίο, ιδιαίτερη παρουσία στους θεσμούς κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης, κυβερνητικό πρόγραμμα που στηρίζεται και στην κοινωνία και στην εμπειρία από την συμμετοχή στους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς και δυνατότητα άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Και όλες αυτές οι στιγμές οφείλουν να βρίσκονται σε λειτουργική και οργανωτική συνέχεια να αλληλοελέγχονται και να αλληλοεμπλουτίζονται. Αυτό έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ ως εδώ. Αυτή η αναστοχαστική γνώση θα όφειλε να γίνει οδηγός και συνείδηση. Δεν θα μας έλυνε όλα τα προβλήματα, αλλά θα έδινε μια κατεύθυνση. Η αναγκαιότητα για συνεχή οργανωτική ανανέωση και αποτελεσματικότητα θα έπρεπε να αναδείξει αυτό το κεκτημένο σε μπούσουλα για τα οργανωτικά και πολιτικά ζητήματα στρατηγικής που προκύπτουν.
Προσοχή στα πρόσωπα που θα επιλεγούν
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΔΕΘ ήταν μια πρώτη προσπάθεια όλων των παραπάνω;
Οι όποιες παραλήψεις ή αβλεψίες είναι αναμενόμενες διότι στην πολιτική, στην καθημερινότητα, δεν έχεις την πολυτέλεια να δεις όσα λέμε εμείς τώρα. Βλέπετε η θεωρία κι η πράξη πάντα βρίσκονται σε μια βαθιά ένταση και η σύνθεσή τους είναι πάντα ζητούμενο. Ωστόσο, πρέπει να θεσμοθετηθούν στο κόμμα τέτοιου είδους διαδικασίες που να ενθαρρύνουν τον αναστοχασμό, ώστε εντοπίζονται και να αντιμετωπίζονται τέτοια ζητήματα. Στη ΔΕΘ, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκαθάρισε τι μπορεί να κάνει τις πρώτες μέρες διακυβέρνησης. Δεν χρειάζεται, όμως, μια αντίστοιχη ΔΕΘ για τα οργανωτικά, για το τι είδους πολιτικό προσωπικό χρειάζεται, αντί να αφήνονται υπονοούμενα ότι μπορεί να ενταχθούν στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ τοπικοί ή άλλοι παράγοντες από το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό; Αυτό που θέλω να πω είναι ότι σαφέστατα η ΔΕΘ έδειξε το δρόμο, όμως θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια και στα άλλα επίπεδα: στο οργανωτικό, στην οργάνωση του πολιτικού συστήματος και τη δημόσια διοίκηση και πρωτίστως στις αρχές και τις αξίες της Αριστεράς. Για παράδειγμα, αν στη ΔΕΘ στις πρώτες σειρές αντί για τα στελέχη του κόμματος, βλέπαμε εκπροσώπους της νέας ταξικότητας, που αναφέραμε πιο πάνω, καθώς και τους κοινωνικούς φορείς, τα κινήματα, τα συνδικάτα που αποτελούν τις κοινωνικές αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ, τότε σε συμβολικό επίπεδο θα υπονομεύαμε πιο αποτελεσματικά την αναπαραγωγή του παλιού. Γνωρίζω ότι αυτό που λέω είναι ίσως μια λεπτομέρεια, όμως με αυτές τις λεπτομέρειες διαμορφώνεις συνειδήσεις, οι οποίες με τη σειρά τους μετασχηματίζουν τον κόσμο συμβάλλοντας στο χειραφετητικό όραμα.
Τα πρόσωπα, δηλαδή, που θα επιλεγούν για να ηγηθούν αυτής της προσπάθειας παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στο στίγμα που θα αφήσει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Ο ΣΥΡΙΖΑ εισηγείται νέους θεσμούς και αυτοί φτιάχνονται από ανθρώπους πεπαιδευμένος, με συνείδηση ότι επιχειρούν κάτι άλλο από αυτό που ξέρουμε. Άρα χρειάζονται άνθρωποι που θα αντισταθούν στις δεδομένες αδράνειες που θα συναντήσουν. Γι’ αυτό λέω ότι τα πρόσωπα που θα επιλεγούν πρέπει να σηματοδοτούν ότι πρόκειται για μια προσπάθεια που περιλαμβάνει τη νέα ταξικότητα, που θα αξιοποιεί την εμπειρία και τα στοιχεία που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ελπίδα αλλαγής. Να περιλαμβάνει, λοιπόν, τα διάφορα κινήματα αντίστασης, όπως για παράδειγμα η ΒΙΟΜΕ, ή στο κοινωνικό πεδίο, το επιτυχές παράδειγμα των δικτύων αλληλεγγύης, ή στο δημόσιο το παράδειγμα της αυτοδιαχειριζόμενης ΕΡΤ κά. Αυτή η λογική οφείλει να αποτυπώνεται και στα πρόσωπα. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μπαίνει κανείς στο τερέν των κατασκευασμένων ή ακόμη και πραγματικών πολώσεων ή και διλημμάτων των αντίπαλων.
Η ευθύνη μας είναι τεράστια
Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος διεθνώς. Και βλέπουμε συνεχώς να αναδεικνύονται και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα. Γιγαντώνονται έτσι οι ευθύνες του;
Στον ΣΥΡΙΖΑ συναντήθηκαν και συνυπάρχουν δύο πολύ μεγάλες παραδόσεις της Αριστεράς. Από τη μια, η κλασική παράδοση του ότι είχε απομείνει από τις πολλές διαστάσεις της Δεύτερης και Τρίτης Διεθνούς και από την άλλη όλο το κεκτημένο των νέων κοινωνικών κινημάτων. Και αυτή η συνύπαρξη δεν απαντάται αλλού. Καταφέραμε να το κάνουμε αυτό και πρέπει να το αξιοποιήσουμε, να μας εμπνεύσει, να αποτελέσει βάση αυτοπεποίθησης και ανεκτικότητας με τους άνδρες και τις γυναίκες που εμπλέκονται σε αυτή την προσπάθεια. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στο επίκεντρο διότι υπάρχει παγκόσμιο ενδιαφέρον για το μέλλον της δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής. Και πρέπει πάντα να έχουμε συνείδηση του τι μας έφερε ως εδώ. Κάθε φορά που η ευρύτερη Αριστερά κοίταξε δεξιά της για να δυναμωθεί έχανε πάντα.
Η ανάγκη αυτοδυναμίας είναι εμφανής. Όμως πρέπει σε αυτόν τον στόχο να υπάρχουν όρια;
Χαρακτηριστικό των κομμάτων καρτέλ αποτελεί η σύγχυση ανάμεσα στο ποιος/α είναι μέλος και ποιος/α φίλος/η. Επίσης, αυτά τα κόμματα στηρίζονται στους κρατικούς πόρους, και ενώ προωθούν τη αποκέντρωση οδηγούνται σε μεγάλη συγκέντρωση εξουσίας στην κορυφή του κόμματος. Αυτά πρέπει να προσέξουμε. Ξαναλέω ότι αυτό δεν σημαίνει ότι έχεις τις πόρτες κλειστές. Απλά πρέπει να αποκλείσεις ατομικές και ιδιοτελείς στρατηγικές. Πρέπει το κόμμα να κάνει την επιλογή να αποκλείσει κάποιους/ες ή να προσκαλέσει και να αξιοποιήσει την συμβολή άλλων, που ακόμη κι αν δεν έχουν κομματική κάρτα μέλους, μοιράζονται μαζί μας αρχές και αξίες. Δεν μπορεί να ανέχεται ανθρώπους που αποτέλεσαν την οργανική διανόηση του παλαιού καθεστώτος και να τους αποδέχεται ως λύση. Ουσιαστικά έτσι θα οδηγηθούμε σε μια πλήρη απογοήτευση με τεράστιες συνέπειες για τη δυναμική της δημοκρατίας στη χώρα. Η ευθύνη μας είναι τεράστια γιατί αν αποτύχει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτύχει η δημοκρατία. Αν κανείς θεωρήσει το τελευταίο υπερβολικό ή δευτερεύον τότε ας κοιτάξει τα τελευταία γεγονότα που αποκάλυψαν τον αυταρχικό χαρακτήρα των Πρυτανικών Αρχών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και αλλού, τα οποία αποτελούν απόδειξη του γεγονότος ότι η προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει να κάνει μόνο με το κοινωνικό ζήτημα αλλά πρωτίστως με τη δημοκρατία.
Πηγή: http://epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου