Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Kοινωνική συμμετοχή και οι λαϊκές συνελεύσεις της κρίσης


Η κοινωνία, τα τελευταία χρόνια της οικονομικής χρεοκοπίας και της κοινωνικής κρίσης, έχει συγκροτήσει, μέσα από τις αντιστάσεις της, μια σειρά από νέες λειτουργίες και δομές των από τα κάτω: λαϊκές συνελεύσεις, εναλλακτικά ανταλλακτικά δίκτυα πολιτών,  δομές αλληλεγγύης, κλπ. Αυτό το κίνημα, αν και δεν είναι ιδιαίτερα μαζικό, διαμόρφωσε, και ακόμη διαμορφώνει, μια νέα πολιτική αντίληψη και κυρίως μια νέα κοινωνική συνείδηση.

Αυτή η νέα αντίληψη και συνείδηση, αναπτύσσεται και λειτουργεί έξω από τις παγιωμένες δομές του πολιτικού συστήματος (κράτος, τοπική αυτοδιοίκηση, κόμματα, συνδικαλιστικές δομές, διαδικασίες εκλογών).
Αυτές οι παγιωμένες δομές, σύμφωνα με  τον όρο politique instituée του πολιτικού στοχαστή Νίκου Ηλιόπουλου, συγκροτούν τη θεσμισμένη πολιτική (ή και καθεστηκυία πολιτική).
Η Διαχωριστική γραμμή 
Μια διαχωριστική γραμμή, ιδεολογική, αλλά κυρίως πολιτική, χωρίζει τη θεσμισμένη πολιτική (και όσους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συμμετέχουν σε αυτήν) και την υπόλοιπη κοινωνία των πολιτών. Αυτών των πολιτών, που για μια σειρά λόγους – ακόμη και από  επιλογή – δεν συμμετέχουν σε κάποια πολιτική διαδικασία ή δομή.
Η ίδια η θεσμισμένη πολιτική δημιουργεί, παρά τις διακηρύξεις της, αναχώματα απέναντι στην κοινωνία. Και, παρά τις διακηρύξεις της πάλι, επιφυλάσσει για τους πολίτες της κοινωνίας τη θέση του οπαδού, του ψηφοφόρου, του χειροκροτητή. Στην καλύτερη περίπτωση, τον προσκαλεί να ενταχθεί στις δομές της.
Όσες φορές αποπειράται κάποια συνάντηση της κοινωνίας των πολιτών με τη θεσμισμένη  πολιτική,  συνήθως η συνάντησή τους διαμεσολαβείται από  ομάδες που λειτουργούν ως  εκπρόσωποι κάποιου κόμματος, ως αντιπρόσωποι κρατικών δομών (ή δομών των ΟΤΑ), και σε κάθε περίπτωση από ομάδες συγκεκριμένων πολιτικών και κομματικών αντιλήψεων που ενδιαφέρονται, πρωτίστως,  να προβάλουν και να  προωθήσουν τις δικές τους πολιτικές και κομματικές αντιλήψεις.

Την κατάσταση αυτή αναγνωρίζουν και εκπρόσωποι της θεσμισμένη πολιτικής.
Στην Αυγή της 16-3-2014, ο Αριστείδης Μπαλτάς σε σχετικό άρθρο του, αναφέρεται σε δυο κουλτούρες. Για την  πρώτη, εντελώς κομψά και εξωραϊστικά, αναφέρει:
Η μία έρχεται από παλιά:  … διαθέτει στέρεη θεωρητική θεμελίωση, επιτάσσει την ανάγκη οργάνωσης των δυνάμεων, απαιτεί ιεράρχηση στόχων. Και ότι αγγίζει το παν. Όλα συνδέονται, αλλά τόπος συμπύκνωσης είναι η πολιτική εξουσία. Επίκεντρο της ιεράρχησης γίνεται έτσι η κεντρική πολιτική σκηνή και τα εκεί τεκταινόμενα, γιατί η αλλαγή του κόσμου μπορεί να αρχίσει συντεταγμένα μόνο μέσω της κυριαρχίας στο πολιτικό επίπεδο. Όπου πάντα υπονοείται, αλλά σπανίως τίθεται ρητά το ζήτημα της ουσιαστικής εκπροσώπησης.
Για τη δεύτερη κουλτούρα μιλάει, σίγουρα όχι απαξιωτικά, αλλά  κρατώντας αποστάσεις:
Αρνούνται τη μεσολάβηση κομμάτων και συνδικάτων και προσπαθούν να ασκήσουν την άμεση δημοκρατία παντού. Απεχθάνονται συνολοποιητικούς λόγους που πριμοδοτούν το καθαυτό πολιτικό επίπεδο, ενώ στέκονται αμήχανα απέναντι σε ζητήματα που δεν αγγίζουν την καθημερινότητά τους. Ερώτημα εκπροσώπησης δεν τίθεται καν. Και όταν τίθεται εκ των πραγμάτων, το αντιμετωπίζουν από απόσταση, συχνά με ειρωνεία ή χλεύη.
Η ιστορία της διχοτομίας
Η κατάσταση αυτή είναι γέννημα των τελευταίων ετών, του lifestyle, της αδιαφορίας για την πολιτική, της ιδιωτικοποίησης, του υπερκαταναλωτισμού της πλαστικής ευμάρειας και του ηδονισμού; Ή μήπως διαμορφώθηκε ιστορικά σε όλα τα χρόνια του νεοελληνικού βίου;   
O καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης, στο ενδιαφέρον άρθρο του στο Δρόμο της Αριστεράς, ανιχνεύει τις αιτίες αυτής της διχοτομίας (ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα-κράτος και την κοινωνία),  στην περίοδο της Βαυαροκρατίας.
Τότε η επίσημη πολιτεία κατήργησε τη «θεσμημένη εντός της πολιτείας, συλλογικότητα του Έλληνα». Τότε, με άλλα λόγια, καταργήθηκαν «των Ελλήνων οι κοινότητες», του  γνωστού τραγουδοποιού μας.
«καταργήθηκε … (η θεσμημένη συλλογικότητα) ως ασύμβατη με την ευρωπαϊκή αντίληψη της προόδου που εξέφραζε η απολυταρχία. Κατ’ αυτήν, η κοινωνία δεν είχε θέση στην πολιτεία, όφειλε να κινείται στο εξωθεσμικό πεδίο ως αγέλη και υπό την καθοδήγηση των ηγητόρων της. Οι συνελεύσεις του λαού, θα υποστηρίξει ο Κάρολος φον Άβελ, "αγγίζουν το επίπεδο των ταπεινών συναισθημάτων και της ιδιοτέλειας, και οι αποφάσεις που προκύπτουν από τις εκεί συζητήσεις είναι πολύ αδύναμες για να προωθήσουν το δημόσιο συμφέρον, επειδή οι συμμετέχοντες δεν έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την αναγκαία, ακριβή και εκ βάθρων γνώση για τα ζητήματα της πολιτικής που συζητούνται"… ».
Η προσήλωση στη θεσμισμένη πολιτική
Ο Νίκος Ηλιόπουλος που ήδη αναφέραμε, (ζει χρόνια στο Παρίσι), θεωρεί πως η προσήλωση των Νεοελλήνων στην «καθεστηκυία πολιτική» αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πολιτικοποίησής τους.
Μια τέτοια πολιτικοποίηση απολύτως δικαιολογημένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παθητική και χειραγωγημένη. Επειδή όμως είναι σε μεγάλο βαθμό εθελούσια και γίνεται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων, πρόκειται στην ουσία για μια αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική πολιτικοποίηση.
Και ερχόμαστε στα νεότερα χρόνια, κυρίως 1960-1990, στα οποία παρατηρείται αυξημένη πολιτική συμμετοχή. Τι σημαίνει αυτή η συμμετοχή;
Για τον Νίκο Ηλιόπουλο μπορεί να ερμηνευτεί ως άκριτη πρόσδεση στους καθιερωμένους πολιτικούς θεσμούς και όχι αναγκαστικά ως ενδιαφέρον για τα κοινά που είναι η πραγματική πολιτικοποίηση. Και ακόμη παραπέρα:
Η πιο αυξημένη σε σύγκριση με τους άλλους δυτικοευρωπαίους πολιτικοποίηση των σημερινών Ελλήνων δεν τους προφυλάσσει από την ιδιωτικοποίηση  και τον ατομικισμό.
Τα προτάγματα για τον πολιτικό στοχαστή είναι προφανή: η έξοδος από την απάθεια-αδιαφορία και την ιδιώτευση, η πραγματική πολιτικοποίηση, η συμμετοχή σε συλλογικές  πράξεις, μόνο έξω από το σύστημα της «καθεστηκυίας» πολιτικής μπορούν να γίνουν.

Ο Νίκος Ηλιόπουλος στα δοκίμιά του μας έδειξε πως η συμμετοχή της κοινωνίας μπορεί να προέλθει μόνο από τα κάτω, μέσα από μια σειρά τοπικών κινημάτων και  κινήσεων αλληλεγγύης- αντίστασης.
Επίσης πως μια τέτοια πρόταση  δεν αποτελεί μια ακόμη ουτοπία. Τεκμηριώνει πως η  συμμετοχή σε διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας αυτόνομων ανθρώπων, αποτελεί και τη μόνη πραγματική επιλογή:   
Για να  οικοδομήσουμε μια ατομική  ζωή με νόημα (διότι ατομική ζωή δίχως νόημα σημαίνει ουσιαστικά απουσία νοήματος της ζωής με τον άλλο και τους άλλους). Για να οικοδομήσουμε νέες ανθρώπινες σχέσεις, να απαλλαγούμε από τα  καταναλωτικά  πρότυπα  και την τηλεοπτική βουλιμία, και τελικά να οδηγηθούμε στον δημοκρατικό αυτομετασχηματισμό της κοινωνίας, σε μια κοινωνία αυτόνομων ανθρώπων.
Κατά τον συγγραφέα, στην άμεση δημοκρατία δεν υπάρχει επιστήμη, δεν υπάρχουν ειδήμονες ούτε ειδικοί. Γιατί  στην (άμεση) δημοκρατία όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες και όλοι οι συμμετέχοντες είναι πολιτικά ισότιμοι.
Απέναντι στην (άμεση) δημοκρατία βρίσκεται η  αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, όπου οι πολίτες δεν θέλουν ή δεν μπορούν και εκλέγουν αντιπροσώπους να διαχειριστούν τις τύχες τους. 
Γι’ αυτό  δημοκρατία και  αντιπροσώπευση είναι δύο διαφορετικές, και για τον Ν. Ηλιόπουλο, ασυμφιλίωτες έννοιες.
Η γνώμη είναι η μόνη απάντηση στη βία
Σε μια  αμεσοδημοκρατική  συλλογικότητα, π.χ. μια λαϊκή συνέλευση, «όλες οι γνώμες είναι ισοδύναμες». Και εκεί  βρίσκεται ο πλέον κατάλληλος δημόσιος χώρος για κάθε άνθρωπο, όπου μπορεί ελεύθερα να διατυπώνει τη γνώμη του.
Η Χάννα Άρεντ, επηρεασμένη από την αρχαιοελληνική δημοκρατία και την αγορά, τον δημόσιο χώρο όπου όλοι οι πολίτες μπορούσαν να εμφανίζονται και να καταθέτουν τη γνώμη τους, θεωρούσε αυτό το γεγονός καταπληκτικό.
Το να βγαίνεις από την ατομικότητά σου ή την ασφάλεια της οικογένειας ή της μικρής σου ομάδας και να εκτίθεσαι δημόσια συνιστά μιαν υπέρβαση. Το να διατυπώνεις ό,τι κατά την κρίση σου θεωρείς σημαντικό, προκειμένου να παροτρύνεις και τους άλλους και την πολιτική να προχωρήσουν προς την κατεύθυνση της υπέρβασης, είναι η βάση της συμμετοχής. Η Άρεντ επιγραμματικά μας λέει  επί πλέον, ότι «η γνώμη είναι η μόνη απάντηση στη βία».
Η Άρεντ στο πολιτικό πεδίο έκανε αυτή την ιδέα της πολιτικό διακύβευμα και προϋπόθεση για τη συμμετοχή και την επανάσταση. Κάποιοι την έχουν κατηγορήσει πως αυτό είναι εντελώς ουτοπικό ή λαϊκιστικό. Αλλά η Άρεντ επιμένει, και πολύ σωστά, ότι μέσα σε αυτή τη διαδικασία (υπέρβαση του εαυτού, έκφραση γνώμης, συμμετοχή) υπάρχουν στοιχεία για να αντιστεκόμαστε και να μετατρέπουμε την τυφλή  βία σε δημιουργικότητα και πολιτική δράση.
Ταυτόχρονα η  ελεύθερη διατύπωση της γνώμης καλλιεργεί τη σκέψη και αναπτύσσει την κριτική ικανότητα.
Εμπειρίες από  λαϊκές συνελεύσεις
Και εδώ, ας μου επιτραπεί να καταθέσω την προσωπική μου εμπειρία από Συνελεύσεις της Πάτρας στις οποίες συμμετέχω.
Λιγοστά μέλη και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΕΠΑΜ, και άλλων αριστερών πολιτικών οργανώσεων συχνά συμμετέχουν, χωρίς  κομματικές ταμπέλες, στις νέες συλλογικότητες που δημιουργεί η κρίση. Όχι ως κομματικοί εντολοδόχοι, αλλά με γνήσια διάθεση για συμμετοχή και κοινωνική δράση.
Εμπλουτίζουν τις νέες συλλογικότητες και πλουτίζουν από αυτές. Μαθαίνουν τη λειτουργία της άμεσης δημοκρατίας, ασκούνται στο να συν-λειτουργούν με πολίτες που έχουν διαφορετικές ιδεολογικο-πολιτικές αφετηρίες (αναρχικοί, αυτόνομοι, πάσης φύσεως αριστεριστές, παραδοσιακοί  αριστεροί, ακόμη και άνθρωποι χωρίς συγκροτημένη πολιτική τοποθέτηση).
Και το επιτυγχάνουν μαθαίνοντας να μην αναλώνονται σε ιδεολογικές συζητήσεις, σε άγονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, αλλά εστιάζοντας στη δράση. Δράσεις δυναμικές ή μη, κοινωνικής αλληλεγγύης και αντίστασης για την προάσπιση των κοινωφελών αγαθών της υγείας, της παιδείας, της ηλεκτροδότησης, της υδροδότησης, της ενημέρωσης (υποστήριξη στην ΕΡΤ), για την αποτροπή πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας, κλπ.
Όσον αφορά  την αντιπροσώπευση, δεν είναι ακριβής η τρέχουσα άποψη ότι οι συλλογικότητες αυτές είναι γενικά  κατά, κάτι τέτοιο  είναι κυρίως  απόρροια σύγχυσης. Οι  γενικές συνελεύσεις είναι υπέρ της δημοκρατίας και η  συνέλευση αποφασίζει σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα.
Αυτό σημαίνει  δημοκρατία. Όταν εκλέγεται εκπροσώπηση, αυτή δεν είναι μόνιμη, αλλά προσωρινή και ενός σκοπού. Στην αντίληψη των συνελεύσεων, εκπροσώπηση σημαίνει ότι η συλλογικότητα, στα πλαίσια των αποφάσεών της, αναθέτει σε συγκεκριμένα πρόσωπα κάποια συγκεκριμένη αποστολή. 
Ένα συχνό σημείο τριβής είναι η μεσολάβηση κομμάτων, και εννοώ τη συμμετοχή εκπροσώπων τους με την κομματική ιδιότητά τους. Σε τέτοιες διαδικασίες  η κομματική παρουσία και συμμετοχή  θεωρείται εκ του πονηρού.  Και δικαίως.
Το περίεργο είναι ότι το ζήτημα  δεν τίθεται από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ή των άλλων κομμάτων, αλλά από μέλη μικρών ομάδων που επιδιώκουν μέσα στους νέους «μαζικούς χώρους» να μιλούν ως εκπρόσωποι των ομάδων τους προσδοκώντας κάποια κομματικά οφέλη.
Σε κάθε περίπτωση, οι συνελεύσεις δίνουν τις απαντήσεις τους. Αντιγράφω από πρακτικά Συνελεύσεων:
… η λαϊκή συνέλευση είναι μια συλλογικότητα από τα κάτω, ακηδεμόνευτη, αδιαμεσολάβητη και  ακομμάτιστη. Χωρίς δηλαδή καμιά κομματική ομπρέλα προστασίας ή ελέγχου … Τα μέλη  πολιτικών οργανώσεων και κομμάτων προσέρχονται χωρίς κομματικές ταμπέλες και κυρίως χωρίς να επιδιώκουν τον έλεγχο ή την οικειοποίηση της δράσης της… Λειτουργεί με άμεση δημοκρατία και την απόφαση κάθε φορά λαμβάνουν οι παρόντες με πλειοψηφία. Η συνέλευση δεν αναλώνεται σε ιδεολογικές συζητήσεις αλλά εστιάζει στη δράση… Η εκπροσώπηση είναι πάντα για ένα σκοπό και ποτέ μόνιμη. Στις δράσεις της εκφράζεται προς τα έξω ενιαία με κοινά σύμβολα, συνθήματα, πανό, κλπ.
Το πρόβλημα της Αριστεράς. Το μεγάλο στοίχημα για τον ΣΥΡΙΖΑ
Το ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά (και σήμερα  ο ΣΥΡΙΖΑ), είναι το πώς θα  μπορέσει να συναντηθεί με τις νέες διαδικασίες συμμετοχής της κοινωνίας, με τις πρωτοβουλίες των από τα κάτω.
Επιπλέον, ως πιθανή αυριανή κυβέρνηση, καλείται να δώσει απάντηση στο ερώτημα: μπορούν οι νέες συλλογικότητες να αποκτήσουν έναν θεσμισμένο ρόλο, χωρίς να θίγεται η αυτονομία τους, προκειμένου να αναδείξουν δικά τους πολιτικά χαρακτηριστικά και αιτήματα και βεβαίως να ελέγχουν την πολιτική;
Η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν πολλές φορές αναγνωρίσει ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς δεν μπορεί να λειτουργήσει με τη λογική της ανάθεσης. Γι’ αυτό  επαναλαμβάνουν συχνά στους πολίτες: Μην τρέφετε αυταπάτες ότι κάποιοι άλλοι θα αλλάξουν την κοινωνία για λογαριασμό σας, χωρίς την ενεργό συμμετοχή σας. Χωρίς ένα πλατύ λαϊκό κίνημα συμμετοχής και ανατροπής, που θα συντίθεται από πολλά μικρά αυτόνομα κινήματα, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Παρά τις διακηρύξεις όμως, παρά ακόμη και τις προθέσεις, όσες φορές δημιουργήθηκαν συλλογικότητες με πρωτοβουλία της παραδοσιακής αριστεράς (αυτοδιοικητικές  παρατάξεις, λαϊκές συνελεύσεις και, τελευταία, συνδικαλιστικές παρατάξεις), ουδέποτε ξέφυγαν από τον κομματικό εναγκαλισμό και ουδέποτε αναδείχτηκε η αυτόνομη λειτουργία τους.
Η μέχρι τώρα συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην ανάδειξη των επικεφαλής των παρατάξεων και υποψηφίων δημάρχων, στη σύνθεση  των προγραμμάτων, στην πολιτικοποίηση των εκλογών που τόσο επιθυμεί, στην κοινωνική ενεργοποίηση, απέτυχε, όσον αφορά αυτό το στοίχημα.
Δεν κατάφερε να δώσει ουσία και περιεχόμενο στην κινητοποίηση της κοινωνίας, αφού  φοβήθηκε και δεν απευθύνθηκε σε αυτήν, ακόμη και μέσα στο απόλυτα ελεγχόμενο και ασφαλές περιβάλλον των παρατάξεων που ο ίδιος δημιούργησε. Λειτούργησε σαν το περιχαρακωμένο κόμμα των μελών για να μην πούμε των στελεχών.
Η αντίληψη που επικρατεί χρόνια τώρα, καταδεικνύει μια γενικευμένη πολιτική παθογένεια που πρέπει να διαγνωστεί και να ξεπεραστεί όσο το δυνατόν ταχύτερα. Γιατί, αν δεν ξεπεραστεί, δεν υπάρχει καμιά ελπίδα για την κινητοποίηση των από τα κάτω, που τόσο πολύ επιθυμούν η Αριστερά και ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για νικηφόρα αποτελέσματα στις προσεχείς αυτοδιοικητικές εκλογές.
Σε θεωρητικό επίπεδο, τουλάχιστον ο ΣΥΡΙΖΑ, δείχνει να έχει αντιληφθεί το δρόμο μέσα στον οποίο πρέπει να κινηθεί. Στο άρθρο 25 του καταστατικού του, αναφέρεται: 
«Ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει για μια αυτοδιοίκηση που θα αποτελεί βασικό κύτταρο της δημοκρατίας...  Έναν γνήσιο λαϊκό θεσμό που θα συναρθρώνεται με τα κοινωνικά κινήματα των πολιτών για τα ζητήματα της περιοχής και της καθημερινότητάς τους. …ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να διαμορφώνει και να στηρίζει αυτοδιοικητικά σχήματα αυτόνομα, αντιγραφειοκρατικά, που να λειτουργούν με διαφάνεια, συλλογικότητα, ισότητα και αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες…».
Μένει βέβαια το πιο δύσκολο: Η πράξη, η εφαρμογή του άρθρου 25. Γιατί οι  δυνάμεις αδράνειας λειτουργούν σε βάρος του πνεύματος του συγκεκριμένου άρθρου.-
Βασίλειος Χριστόπουλος
Το παρόν άρθρο δημοσιεύεται βάση του δημoσίου διάλογου στο tvxs.gr με πάνω από 260 άρθρα και συνεντεύξεις στα πλαίσια της έρευνας για τις αιτίες και τις λύσεις της κρίσης, που διεξάγεται ακτιβιστικά από την Κρυσταλία Πατούλη (από το 2010 έως σήμερα), με τη συμμετοχή 177 προσώπων των γραμμάτων των επιστημών και των τεχνών, τα αποτελέσματα της οποίας σύντομα θα κυκλοφορήσουν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος.
Ο Βασίλειος Χριστόπουλος γεννήθηκε το 1951 στην Πάτρα. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Αθήνας και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Χωροταξία και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης. Από το 1976 ζει και εργάζεται στην Πάτρα. Έχει δημοσιεύσει μελέτες για την παραδοσιακή αρχιτεκτονική, δοκίμια για την τέχνη και μικρά πεζογραφήματα. Κυκλοφορούν τα βιβλία του:Τέχνη, μια δυνατότητα (Αχαϊκές Εκδόσεις, 1987), Κάτοικος Πατρών (Κέδρος 1998), Στο φως της ασετιλίνης (Κέδρος 2002), Κι εσύ Έλληνας, ρε; (Κέδρος, 2005), Αναζητώντας το Θεό (Κέδρος, 2008), Δεν θα ησυχάσουμε ποτέ (Κέδρος, 2012)
_____________________________
Αριστείδης Μπαλτάς, «Οι δύο κουλτούρες και η αλλαγή του κόσμου», Η ΑΥΓΗ, 16.03.2014.
Γιώργος Κοντογιώργης, «Η Αριστερά και η Πρόοδος», ΔΡΟΜΟΣ της Αριστεράς, 30.12.2013.
Νίκος Ηλιόπουλος, Άλλες στάσεις ζωής: Δοκίμια πολιτικής σκέψης, εκδόσεις ΝΗΣΙΔΕΣ, 2013.
Χάννα Άρεντ, Περί βίας, εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2000.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου