Τί
είναι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία; Είναι μια
εκτροπή, πρακτική και ιδεολογική, από το σωστό δρόμο της
ταξικής πάλης; Είναι μια σειρά από πρωτοβουλίες με
κοινωνικούς και αλληλέγγυους στόχους που αναπτύσσονται και
εξελίσσονται παράλληλα με την καπιταλιστική οικονομία;
Είναι ένα εργαλείο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης για να
αξιοποιηθεί μια ευέλικτη εργατική δύναμη σε περιθωριακά
υποκατάστατα κοινωνικών υπηρεσιών;
Τί είναι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία; Είναι μια εκτροπή, πρακτική και ιδεολογική, από το σωστό δρόμο της ταξικής πάλης; Είναι μια σειρά από πρωτοβουλίες με κοινωνικούς και αλληλέγγυους στόχους που αναπτύσσονται και εξελίσσονται παράλληλα με την καπιταλιστική οικονομία; Είναι ένα εργαλείο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης για να αξιοποιηθεί μια ευέλικτη εργατική δύναμη σε περιθωριακά υποκατάστατα κοινωνικών υπηρεσιών; Είναι ένας προάγγελος μιας κοινωνίας των «συνεταιρισμένων παραγωγών»;
Σε όλο τον κόσμο, οι δραστηριότητες οι οποίες περιλαμβάνονται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, που είναι ένας διεθνώς αποδεκτός και καθιερωμένος όρος, αφορούν κινηματικές πρωτοβουλίες με κοινωνικό και αλληλέγγυο σκοπό, οι οποίες οργανώνονται δημοκρατικά και κατανέμουν ισότιμα το προϊόν ή το πλεόνασμα της δραστηριότητάς τους. Διαχωρίζονται έτσι από επιχειρήσεις ή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που υπηρετούν σκοπούς οι οποίοι μπορεί να χαρακτηριστούν κοινωνικοί, χωρίς όμως να υιοθετούν μορφές οργάνωσης και αμοιβής που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία και την ισότητα των αμοιβών ή των παροχών.
Σε μια ιστορική στιγμή που όλα φαίνονται και είναι επείγοντα, οι μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που γεννιούνται για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της καταστροφικής πορείας των καπιταλιστικών κοινωνιών, αναπτύσσονται πολύ αργά. Εξίσου αργά αλλά σταθερά φθίνουν οι μορφές οργάνωσης των κοινωνικών κινημάτων που έχουμε κληρονομήσει από τον περασμένο αιώνα. Η δυναμική, όμως, των συλλογικών και δημοκρατικών μορφών οργάνωσης των κινημάτων, και κατά προέκταση της κοινωνίας, δεν μπορεί να αναστραφεί και μάλιστα ενισχύεται μέσα στην κρίση. Πηγάζει από βαθύτερες αλλαγές που γνωρίζουν οι κοινωνίες στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς και, κατά κύριο λόγο, από την ίδια την απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί η υποταγή των εργαζομένων της σύγχρονης εποχής στον παραλογισμό της διαχείρισης των οικονομιών προς όφελος του κεφαλαίου.
Το τέλος της ταξικής πάλης του 20ού αιώνα
Η κουλτούρα της Αριστεράς του 20ού αιώνα προσέγγιζε την ταξική πάλη αλλά και την ανατροπή του καπιταλισμού ως το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης των εργαζομένων σε μεγάλες μονάδες παραγωγής. Εκεί οργανώνονταν τα συνδικάτα και αναμενόταν να ανατραπούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μέσω της εγκαθίδρυσης του ελέγχου της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης και της παραγωγής από τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Η εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού, κατά τα τελευταία 20 με 30 χρόνια του αιώνα, σήμανε τη ραγδαία επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, τη συστηματική αποδυνάμωση της ομοιόμορφης και οργανωμένης εργατικής τάξης, και την πολυδιάσπαση της παραγωγής μέσω της υπεργολαβιών, των «αλυσίδων της αξίας», και των μετεγκαταστάσεων, ακόμα και την πλήρη εξατομίκευση του «απασχολήσιμου» εργάτη και τεχνίτη. Καί επομένως την οριστική απομάκρυνση από τις δομές του φορντιστικού καπιταλισμού.
Παράλληλα, το νέο αυτό μοντέλο καπιταλισμού, διαχειρίστηκε με ένα νέο τρόπο την αξιοποίηση της γνώσης και της εμπειρίας των εργαζομένων. Λόγω της σημαντικής ανόδου του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού από τη δεκαετία του ’60, αλλά και της επιτάχυνσης των τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών, η εμπλοκή των εργαζομένων στο σχεδιασμό και την ανανέωση της παραγωγικής διαδικασίας απέκτησε καθοριστική σημασία, σε αντίθεση με την τεϊλορική οργάνωση του προηγούμενου αιώνα. Ο νεοφιλελευθερισμός ισχυροποιήθηκε όταν κατόρθωσε να εξαγοράσει μεγάλες κατηγορίες «γνωσιακών εργατών», και να αποδιοργανώσει τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων με πρωτόγνωρες στην ιστορία τεχνικές και οργανωτικές γνώσεις. Βλέπουμε σήμερα ότι η κρίση και η διαχείρισή της διευρύνει σημαντικά τον αριθμό των εργαζομένων και των δύο κατηγοριών που μένουν άνεργοι ή γνωρίζουν μεγάλη πτώση των αμοιβών και της κοινωνικής τους θέσης.
Από μια στιγμή και μετά δεν μπορούσε να υπάρχει εργοδοσία αντιμέτωπη με μια οργανωμένη εργατική τάξη, παρά μόνο αν οι οργανωμένοι μισθωτοί αποτελούσαν μία προνομιούχο μειοψηφία, που αποδέχεται τη στρατηγική αποδιοργάνωσης και συρρίκνωσης δικαιωμάτων και αμοιβών για τους υπόλοιπους. Αυτή είναι η κατάσταση που διαμόρφωσε ο «εκσυγχρονισμός» στην Ελλάδα και αυτή είναι σήμερα μια εξελισσόμενη πραγματικότητα σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Η κρίση, όμως, έδωσε μια νέα ώθηση στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού και επέκτεινε την επίθεση κατά των μισθωτών, στις κατηγορίες αυτές που προηγουμένως είχαν αποτελέσει μια προστατευμένη και σε κάποιο βαθμό εξαγορασμένη μειοψηφία. Αυτές οι ομάδες εργαζομένων, επιδιώκουν να αντισταθούν θεωρώντας ότι μπορούν να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα, αλλά δεν μπορούν να βρουν συμμάχους παρά μόνο όταν στραφούν προς τους υπόλοιπους -ανοργάνωτους- μισθωτούς. Εγκαταλείποντας δηλαδή, την προσπάθεια διατήρησης τόσο των παλαιών κοινωνικών ιεραρχιών, όσο και των ακατάλληλων πλέον οργανωτικών δομών του παρελθόντος.
Ο μακρύς δρόμος της αυτοοργάνωσης
Σε αυτές τις συνθήκες, η δημιουργία δομών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας - μέσω αυτόνομων συλλογικών πρωτοβουλιών για την παραγωγή ή διανομή αγαθών, την προσφορά υπηρεσιών, την οργάνωση δραστηριοτήτων αλληλεγγύης με άνεργους και ανασφάλιστους είναι μια αναγκαιότητα αλλά και μια δυνατότητα από την άποψη των διαθέσιμων γνώσεων και δεξιοτήτων του εργαζόμενου ή άνεργου πληθυσμού. Είναι, όμως, ταυτοχρόνως και μια γιγαντιαία διαδικασία αλλαγής των στόχων και των μεθόδων πολλών μορφών οικονομικής δραστηριότητας (αμειβόμενων και μη), όπως και των τρόπων συντονισμού τους. Χρειάζεται επομένως χρόνος, οικοδόμηση εμπειριών, ανταλλαγή πρακτικών, και φυσικά, υιοθέτηση αξιών και κανόνων που μπορεί να μετατρέψουν αυτές τις διάσπαρτες πρωτοβουλίες σε ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας. Την ύπαρξη μεμονωμένων συλλογικών πρωτοβουλιών επιδιώκει όμως να αξιοποιήσει και η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, προσφέροντας χρηματοδότηση σε αντίστοιχες δομές, αλλά στο πλαίσιο μιας αντίθετης εντελώς στρατηγικής: επιδιώκει να απασχολήσει ένα πολύ περιορισμένο τμήμα μιας εξατομικευμένης εργατικής δύναμης, σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας και πρόσκαιρης απασχόλησης. Προσφέρεται, έτσι, η δυνατότητα μιας περιορισμένης διάρκειας απασχόλησης, που ανακατανέμει διαρκώς αυτούς που έχουν μια ευκαιρία να ενταχθούν στην έντονα ιεραρχημένη δομή της εξαρτημένης εργασίας.
Η σημασία, όμως, των σημερινών δομών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν βρίσκεται μόνο στο ότι αποτελούν τα πρώτα βήματα μιας μακράς διαδικασίας. Είναι ήδη φανερό σε αρκετούς τομείς ότι παρά την περιορισμένη -αν και αυξανόμενη- εμβέλεια των υπαρκτών δομών, διαμορφώνονται υποδείγματα κινηματικών πρακτικών που τείνουν να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και κινητοποίησης. Και θέτουν αυτές τις παλαιές μορφές μπροστά στην ανάγκη να υιοθετήσουν νέους στόχους και μεθόδους πάλης, που στο επίκεντρό τους έχουν την αυτόνομη οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων, αλλά και τη διαμορφωτική τους παρέμβαση σε σχέση με τις οικονομικές στρατηγικές ολόκληρων κλάδων.
Η ορατή δυναμική της αλλαγής μοντέλου
Η κινητοποίηση των εργαζομένων σε βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις που κλείνουν ή έχουν κλείσει, για την επαναλειτουργία των εργοστασίων από συνεργατικά σχήματα, αποτελεί μια προσπάθεια που ξεκινάει τώρα στην Ελλάδα, αλλά μπορεί να αφορά στο άμεσο μέλλον ένα μεγάλο αριθμό παραγωγικών μονάδων. Πρόκειται για ένα παραγωγικό δυναμικό το οποίο έχει αδρανοποιηθεί λόγω της κρίσης και δεν ενδιαφέρει πρώην ή νέους εργοδότες, ενώ θα καλύψει αν ενεργοποιηθεί υπαρκτές ανάγκες και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Θα ενταχθούν έτσι οι εργαζόμενοι του κάθε κλάδου σε μια αυτόνομη διαδικασία ανάπτυξης της παραγωγής και της απασχόλησης, η οποία έρχεται σε ρήξη με -και ξεπερνάει- τη λογική της κοινωνικής διαπραγμάτευσης συνδικάτων και εργοδοτών για τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Με την υιοθέτηση αυτοοργανωμένων μορφών παραγωγής και πάλης, μεταφέρεται πλέον το αντικείμενο των διεκδικήσεων στο επίπεδο της πολιτικής, τόσο από την άποψη του νομοθετικού πλαισίου, όσο και από την άποψη του σχεδιασμού της εξέλιξης ενός τομέα ή ενός κλάδου.
Τα κοινωνικά ιατρεία που έχουν δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο από εργαζόμενους στο σύστημα υγείας, προσφέρουν υπηρεσίες σε ανασφάλιστους εργαζόμενους και πολίτες, αλλά μέσω της ίδιας της λειτουργίας τους επιδιώκουν να επιτύχουν την πρόσβαση των ανασφάλιστων στα νοσοκομεία, αλλά και την αποτελεσματικότερη σχέση πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στο χώρο της υγείας για να ενταχθούν στους αγώνες για ένα σύστημα υγείας που θα καλύπτει όλο τον πληθυσμό, με επάρκεια και αποτελεσματικότητα, πρέπει να φύγουν από τη λογική των αμυντικών διεκδικήσεων και να υιοθετήσουν τη λογική της μαχητικής επιβολής νέων πρακτικών (κάτι που ήδη έχει ξεκινήσει), της διαρθρωτικής παρέμβασης για τα χαρακτηριστικά (και τη χρηματοδότηση) του συστήματος, και των δημοκρατικών μεθόδων ορισμού των αναγκών. Και σε αυτό τον τομέα περισσότερο από άλλους, διαπιστώνεται ότι η δυναμική της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας οδηγεί άμεσα σε ζητήματα συνολικών (και κεντρικών) πολιτικών αποφάσεων, που θα επηρεαστούν, όμως, καθοριστικά από τις πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις στη βάση του συστήματος.
Ακόμα και η προσπάθεια επέκτασης και ενίσχυσης των αγορών «χωρίς μεσάζοντες», οδηγεί αμέσως στην ανάγκη νέων μορφών οργάνωσης των δικτύων διανομής και της ίδιας της παραγωγής (σε ρήξη με τις παλαιότερες μορφές), που μπορεί να επιβληθούν από τη στιγμή που αναπτύσσονται κοινωνικές κινητοποιήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η κατάργηση των μεσαζόντων και η απευθείας συμφωνία καταναλωτών και παραγωγών, η επιδίωξη των οργανωμένων καταναλωτών να επηρεάσουν τις κατευθύνσεις της αγροτικής παραγωγής, η προσπάθεια να αποκτήσουν πρωτεύοντα ρόλο οι αγορές «χωρίς μεσάζοντες» σε τοπικό επίπεδο και να μονιμοποιηθούν με διάφορες μορφές, αποτελούν ισχυρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις που τείνουν να διαμορφώσουν νέα πρότυπα και κανόνες. Καί να επιβάλουν αλλαγές και στο επίπεδο των κρατικών πολιτικών.
Αλλά και στον τομέα της ενεργειακής στρατηγικής, η ανάδειξη της «ενεργειακής δημοκρατίας»1 ως μεδόδου δημοκρατικού σχεδιασμού από τις τοπικές κοινωνίες, της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές, αποτελεί στην πραγματικότητα την κατεύθυνση για την πλήρη αναμόρφωση της εμπλοκής των εργαζομένων στην οργάνωση της παραγωγής. Η κινητοποίηση των πολιτών, η αξιοποίηση μέσω δημοκρατικών διαδικασιών της εμπειρογνωμοσύνης των εργαζομένων, η επιδίωξη μιας σύνθεσης των «από τα κάτω» προτάσεων, σε διάλογο και διαπραγμάτευση με τους φορείς άσκησης κρατικής πολιτικής, μπορεί να φέρει μια ρήξη με τη λογική της τομεακής συνδιαλλαγής μιας δημόσιας επιχείρησης ή και ιδιωτικών επιχειρήσεων με τους εργαζόμενούς τους.
Ο στρατηγικός ρόλος της αλληλέγγυας οικονομίας
Η ιδιαίτερη σημασία, επομένως, που έχει η διαφοροποίηση των πρωτοβουλιών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με βάση τα κριτήρια του κοινωνικού σκοπού, της δημοκρατικής οργάνωσης και της ισότητας στις αμοιβές και τις παροχές, οφείλεται στο ότι αυτού του είδους οι οργανώσεις και αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις μπορούν να ενταχθούν σε μια δυναμική που συνδυάζει τις εξής ανατρεπτικές δυνατότητες: (1) Την οργάνωση παραγωγικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους και παραγωγούς, με την ισότιμη αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης και των προτάσεών τους. (2) Τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου κατά τομέα κοινωνικού κινήματος, ικανού να επηρεάσει καθοριστικούς κοινωνικούς συσχετισμούς. Και (3) την ενεργό συμβολή σε προγραμματικές επεξεργασίες που μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά συνολικές πολιτικές σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα σήμερα, αυτή η κατεύθυνση κινηματικής δράσης είναι αναγκαία αλλά είναι και δυνατή και θα έπρεπε να υποστηριχθεί από τις υπάρχουσες κοινωνικές αλλά και πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Αποτελεί στην πραγματικότητα μια καθοριστική μορφή κοινωνικής κινητοποίησης για να αναδειχθούν οι ανάγκες που συνδέονται με την παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση και να οργανωθεί η ικανοποίησή τους. Αλλά και για να επηρεάσει η κινητοποίηση για αυτές τις ανάγκες τις δημόσιες πολιτικές που θα ασκηθούν το επόμενα χρόνια και την εξέλιξη και του καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν πρόκειται να αποτελέσει κινητήρια δύναμη της ανασυγκρότησης και θα δραστηριοποιηθεί μόνο σε μεμονωμένες προσοδοφόρες δραστηριότητες, καθώς ο επιχειρηματικός τομέας δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τη βραχυπρόθεσμη επιδίωξη της κερδοφορίας σε μια φθίνουσα οικονομία, ενώ δεν διαμορφώνει κάποια προοπτική σε εθνικό αλλά και τοπικό ακόμα επίπεδο. Οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαθέτουν ούτε τα μέλη, ούτε το συσχετισμό, αλλά ούτε και τα προγραμματικά εφόδια για να επηρεάσουν την παραγωγή και την απασχόληση. Ο κρατισμός, που γοητεύει ακόμα ένα μέρος των αριστερών οργανώσεων, συγχέει την ιδεολογία με την πραγματική οργάνωση της κάλυψης των αναγκών, και την εξουσία με την ικανότητα σχεδιασμού της ανασυγκρότησης. Η προσπάθεια οργάνωσης της παραγωγής αγαθών και της προσφοράς υπηρεσιών με κανόνες την αλληλεγγύη, τη δημοκρατία και την ισότητα, αντιστοιχεί στις ικανότητες του σημερινού εργαζόμενου ή ικανού να εργαστεί πληθυσμού, και μπορεί να φέρει μια οριστική διαφοροποίηση με την ιδέα ότι η σοφία των επιχειρηματιών ή των πολιτικών στελεχών είναι το αναντικατάστατο κλειδί του μέλλοντός μας.
Σημείωση
1. Βλ. «Αυγή», 24-8-2013, άρθρο των Sean Sweeney και Νατάσσας Ρωμανού.
Πηγή: www.topikopoiisi.com
http://www.epohi.gr/portal/themata/14769-to-vathos-tis-syzitisis-gia-tin-koinoniki-kai-allileggya-oikonomia
Του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν
Τί είναι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία; Είναι μια εκτροπή, πρακτική και ιδεολογική, από το σωστό δρόμο της ταξικής πάλης; Είναι μια σειρά από πρωτοβουλίες με κοινωνικούς και αλληλέγγυους στόχους που αναπτύσσονται και εξελίσσονται παράλληλα με την καπιταλιστική οικονομία; Είναι ένα εργαλείο της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης για να αξιοποιηθεί μια ευέλικτη εργατική δύναμη σε περιθωριακά υποκατάστατα κοινωνικών υπηρεσιών; Είναι ένας προάγγελος μιας κοινωνίας των «συνεταιρισμένων παραγωγών»;
Σε όλο τον κόσμο, οι δραστηριότητες οι οποίες περιλαμβάνονται στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, που είναι ένας διεθνώς αποδεκτός και καθιερωμένος όρος, αφορούν κινηματικές πρωτοβουλίες με κοινωνικό και αλληλέγγυο σκοπό, οι οποίες οργανώνονται δημοκρατικά και κατανέμουν ισότιμα το προϊόν ή το πλεόνασμα της δραστηριότητάς τους. Διαχωρίζονται έτσι από επιχειρήσεις ή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που υπηρετούν σκοπούς οι οποίοι μπορεί να χαρακτηριστούν κοινωνικοί, χωρίς όμως να υιοθετούν μορφές οργάνωσης και αμοιβής που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία και την ισότητα των αμοιβών ή των παροχών.
Σε μια ιστορική στιγμή που όλα φαίνονται και είναι επείγοντα, οι μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας που γεννιούνται για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της καταστροφικής πορείας των καπιταλιστικών κοινωνιών, αναπτύσσονται πολύ αργά. Εξίσου αργά αλλά σταθερά φθίνουν οι μορφές οργάνωσης των κοινωνικών κινημάτων που έχουμε κληρονομήσει από τον περασμένο αιώνα. Η δυναμική, όμως, των συλλογικών και δημοκρατικών μορφών οργάνωσης των κινημάτων, και κατά προέκταση της κοινωνίας, δεν μπορεί να αναστραφεί και μάλιστα ενισχύεται μέσα στην κρίση. Πηγάζει από βαθύτερες αλλαγές που γνωρίζουν οι κοινωνίες στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς και, κατά κύριο λόγο, από την ίδια την απέλπιδα προσπάθεια να διατηρηθεί η υποταγή των εργαζομένων της σύγχρονης εποχής στον παραλογισμό της διαχείρισης των οικονομιών προς όφελος του κεφαλαίου.
Το τέλος της ταξικής πάλης του 20ού αιώνα
Η κουλτούρα της Αριστεράς του 20ού αιώνα προσέγγιζε την ταξική πάλη αλλά και την ανατροπή του καπιταλισμού ως το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης των εργαζομένων σε μεγάλες μονάδες παραγωγής. Εκεί οργανώνονταν τα συνδικάτα και αναμενόταν να ανατραπούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής μέσω της εγκαθίδρυσης του ελέγχου της αξίας χρήσης της εργατικής δύναμης και της παραγωγής από τους εκπροσώπους των εργαζομένων. Η εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού, κατά τα τελευταία 20 με 30 χρόνια του αιώνα, σήμανε τη ραγδαία επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, τη συστηματική αποδυνάμωση της ομοιόμορφης και οργανωμένης εργατικής τάξης, και την πολυδιάσπαση της παραγωγής μέσω της υπεργολαβιών, των «αλυσίδων της αξίας», και των μετεγκαταστάσεων, ακόμα και την πλήρη εξατομίκευση του «απασχολήσιμου» εργάτη και τεχνίτη. Καί επομένως την οριστική απομάκρυνση από τις δομές του φορντιστικού καπιταλισμού.
Παράλληλα, το νέο αυτό μοντέλο καπιταλισμού, διαχειρίστηκε με ένα νέο τρόπο την αξιοποίηση της γνώσης και της εμπειρίας των εργαζομένων. Λόγω της σημαντικής ανόδου του μορφωτικού επιπέδου του πληθυσμού από τη δεκαετία του ’60, αλλά και της επιτάχυνσης των τεχνολογικών και οργανωτικών αλλαγών, η εμπλοκή των εργαζομένων στο σχεδιασμό και την ανανέωση της παραγωγικής διαδικασίας απέκτησε καθοριστική σημασία, σε αντίθεση με την τεϊλορική οργάνωση του προηγούμενου αιώνα. Ο νεοφιλελευθερισμός ισχυροποιήθηκε όταν κατόρθωσε να εξαγοράσει μεγάλες κατηγορίες «γνωσιακών εργατών», και να αποδιοργανώσει τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων με πρωτόγνωρες στην ιστορία τεχνικές και οργανωτικές γνώσεις. Βλέπουμε σήμερα ότι η κρίση και η διαχείρισή της διευρύνει σημαντικά τον αριθμό των εργαζομένων και των δύο κατηγοριών που μένουν άνεργοι ή γνωρίζουν μεγάλη πτώση των αμοιβών και της κοινωνικής τους θέσης.
Από μια στιγμή και μετά δεν μπορούσε να υπάρχει εργοδοσία αντιμέτωπη με μια οργανωμένη εργατική τάξη, παρά μόνο αν οι οργανωμένοι μισθωτοί αποτελούσαν μία προνομιούχο μειοψηφία, που αποδέχεται τη στρατηγική αποδιοργάνωσης και συρρίκνωσης δικαιωμάτων και αμοιβών για τους υπόλοιπους. Αυτή είναι η κατάσταση που διαμόρφωσε ο «εκσυγχρονισμός» στην Ελλάδα και αυτή είναι σήμερα μια εξελισσόμενη πραγματικότητα σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Η κρίση, όμως, έδωσε μια νέα ώθηση στη στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού και επέκτεινε την επίθεση κατά των μισθωτών, στις κατηγορίες αυτές που προηγουμένως είχαν αποτελέσει μια προστατευμένη και σε κάποιο βαθμό εξαγορασμένη μειοψηφία. Αυτές οι ομάδες εργαζομένων, επιδιώκουν να αντισταθούν θεωρώντας ότι μπορούν να διατηρήσουν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα, αλλά δεν μπορούν να βρουν συμμάχους παρά μόνο όταν στραφούν προς τους υπόλοιπους -ανοργάνωτους- μισθωτούς. Εγκαταλείποντας δηλαδή, την προσπάθεια διατήρησης τόσο των παλαιών κοινωνικών ιεραρχιών, όσο και των ακατάλληλων πλέον οργανωτικών δομών του παρελθόντος.
Ο μακρύς δρόμος της αυτοοργάνωσης
Σε αυτές τις συνθήκες, η δημιουργία δομών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας - μέσω αυτόνομων συλλογικών πρωτοβουλιών για την παραγωγή ή διανομή αγαθών, την προσφορά υπηρεσιών, την οργάνωση δραστηριοτήτων αλληλεγγύης με άνεργους και ανασφάλιστους είναι μια αναγκαιότητα αλλά και μια δυνατότητα από την άποψη των διαθέσιμων γνώσεων και δεξιοτήτων του εργαζόμενου ή άνεργου πληθυσμού. Είναι, όμως, ταυτοχρόνως και μια γιγαντιαία διαδικασία αλλαγής των στόχων και των μεθόδων πολλών μορφών οικονομικής δραστηριότητας (αμειβόμενων και μη), όπως και των τρόπων συντονισμού τους. Χρειάζεται επομένως χρόνος, οικοδόμηση εμπειριών, ανταλλαγή πρακτικών, και φυσικά, υιοθέτηση αξιών και κανόνων που μπορεί να μετατρέψουν αυτές τις διάσπαρτες πρωτοβουλίες σε ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής και της κοινωνίας. Την ύπαρξη μεμονωμένων συλλογικών πρωτοβουλιών επιδιώκει όμως να αξιοποιήσει και η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, προσφέροντας χρηματοδότηση σε αντίστοιχες δομές, αλλά στο πλαίσιο μιας αντίθετης εντελώς στρατηγικής: επιδιώκει να απασχολήσει ένα πολύ περιορισμένο τμήμα μιας εξατομικευμένης εργατικής δύναμης, σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας και πρόσκαιρης απασχόλησης. Προσφέρεται, έτσι, η δυνατότητα μιας περιορισμένης διάρκειας απασχόλησης, που ανακατανέμει διαρκώς αυτούς που έχουν μια ευκαιρία να ενταχθούν στην έντονα ιεραρχημένη δομή της εξαρτημένης εργασίας.
Η σημασία, όμως, των σημερινών δομών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν βρίσκεται μόνο στο ότι αποτελούν τα πρώτα βήματα μιας μακράς διαδικασίας. Είναι ήδη φανερό σε αρκετούς τομείς ότι παρά την περιορισμένη -αν και αυξανόμενη- εμβέλεια των υπαρκτών δομών, διαμορφώνονται υποδείγματα κινηματικών πρακτικών που τείνουν να αντικαταστήσουν τις παλαιότερες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και κινητοποίησης. Και θέτουν αυτές τις παλαιές μορφές μπροστά στην ανάγκη να υιοθετήσουν νέους στόχους και μεθόδους πάλης, που στο επίκεντρό τους έχουν την αυτόνομη οργάνωση των ίδιων των εργαζομένων, αλλά και τη διαμορφωτική τους παρέμβαση σε σχέση με τις οικονομικές στρατηγικές ολόκληρων κλάδων.
Η ορατή δυναμική της αλλαγής μοντέλου
Η κινητοποίηση των εργαζομένων σε βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις που κλείνουν ή έχουν κλείσει, για την επαναλειτουργία των εργοστασίων από συνεργατικά σχήματα, αποτελεί μια προσπάθεια που ξεκινάει τώρα στην Ελλάδα, αλλά μπορεί να αφορά στο άμεσο μέλλον ένα μεγάλο αριθμό παραγωγικών μονάδων. Πρόκειται για ένα παραγωγικό δυναμικό το οποίο έχει αδρανοποιηθεί λόγω της κρίσης και δεν ενδιαφέρει πρώην ή νέους εργοδότες, ενώ θα καλύψει αν ενεργοποιηθεί υπαρκτές ανάγκες και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Θα ενταχθούν έτσι οι εργαζόμενοι του κάθε κλάδου σε μια αυτόνομη διαδικασία ανάπτυξης της παραγωγής και της απασχόλησης, η οποία έρχεται σε ρήξη με -και ξεπερνάει- τη λογική της κοινωνικής διαπραγμάτευσης συνδικάτων και εργοδοτών για τη διατήρηση θέσεων εργασίας. Με την υιοθέτηση αυτοοργανωμένων μορφών παραγωγής και πάλης, μεταφέρεται πλέον το αντικείμενο των διεκδικήσεων στο επίπεδο της πολιτικής, τόσο από την άποψη του νομοθετικού πλαισίου, όσο και από την άποψη του σχεδιασμού της εξέλιξης ενός τομέα ή ενός κλάδου.
Τα κοινωνικά ιατρεία που έχουν δημιουργηθεί κατά κύριο λόγο από εργαζόμενους στο σύστημα υγείας, προσφέρουν υπηρεσίες σε ανασφάλιστους εργαζόμενους και πολίτες, αλλά μέσω της ίδιας της λειτουργίας τους επιδιώκουν να επιτύχουν την πρόσβαση των ανασφάλιστων στα νοσοκομεία, αλλά και την αποτελεσματικότερη σχέση πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υγείας. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στο χώρο της υγείας για να ενταχθούν στους αγώνες για ένα σύστημα υγείας που θα καλύπτει όλο τον πληθυσμό, με επάρκεια και αποτελεσματικότητα, πρέπει να φύγουν από τη λογική των αμυντικών διεκδικήσεων και να υιοθετήσουν τη λογική της μαχητικής επιβολής νέων πρακτικών (κάτι που ήδη έχει ξεκινήσει), της διαρθρωτικής παρέμβασης για τα χαρακτηριστικά (και τη χρηματοδότηση) του συστήματος, και των δημοκρατικών μεθόδων ορισμού των αναγκών. Και σε αυτό τον τομέα περισσότερο από άλλους, διαπιστώνεται ότι η δυναμική της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας οδηγεί άμεσα σε ζητήματα συνολικών (και κεντρικών) πολιτικών αποφάσεων, που θα επηρεαστούν, όμως, καθοριστικά από τις πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις στη βάση του συστήματος.
Ακόμα και η προσπάθεια επέκτασης και ενίσχυσης των αγορών «χωρίς μεσάζοντες», οδηγεί αμέσως στην ανάγκη νέων μορφών οργάνωσης των δικτύων διανομής και της ίδιας της παραγωγής (σε ρήξη με τις παλαιότερες μορφές), που μπορεί να επιβληθούν από τη στιγμή που αναπτύσσονται κοινωνικές κινητοποιήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Η κατάργηση των μεσαζόντων και η απευθείας συμφωνία καταναλωτών και παραγωγών, η επιδίωξη των οργανωμένων καταναλωτών να επηρεάσουν τις κατευθύνσεις της αγροτικής παραγωγής, η προσπάθεια να αποκτήσουν πρωτεύοντα ρόλο οι αγορές «χωρίς μεσάζοντες» σε τοπικό επίπεδο και να μονιμοποιηθούν με διάφορες μορφές, αποτελούν ισχυρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις που τείνουν να διαμορφώσουν νέα πρότυπα και κανόνες. Καί να επιβάλουν αλλαγές και στο επίπεδο των κρατικών πολιτικών.
Αλλά και στον τομέα της ενεργειακής στρατηγικής, η ανάδειξη της «ενεργειακής δημοκρατίας»1 ως μεδόδου δημοκρατικού σχεδιασμού από τις τοπικές κοινωνίες, της μετάβασης σε ανανεώσιμες πηγές, αποτελεί στην πραγματικότητα την κατεύθυνση για την πλήρη αναμόρφωση της εμπλοκής των εργαζομένων στην οργάνωση της παραγωγής. Η κινητοποίηση των πολιτών, η αξιοποίηση μέσω δημοκρατικών διαδικασιών της εμπειρογνωμοσύνης των εργαζομένων, η επιδίωξη μιας σύνθεσης των «από τα κάτω» προτάσεων, σε διάλογο και διαπραγμάτευση με τους φορείς άσκησης κρατικής πολιτικής, μπορεί να φέρει μια ρήξη με τη λογική της τομεακής συνδιαλλαγής μιας δημόσιας επιχείρησης ή και ιδιωτικών επιχειρήσεων με τους εργαζόμενούς τους.
Ο στρατηγικός ρόλος της αλληλέγγυας οικονομίας
Η ιδιαίτερη σημασία, επομένως, που έχει η διαφοροποίηση των πρωτοβουλιών κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας με βάση τα κριτήρια του κοινωνικού σκοπού, της δημοκρατικής οργάνωσης και της ισότητας στις αμοιβές και τις παροχές, οφείλεται στο ότι αυτού του είδους οι οργανώσεις και αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις μπορούν να ενταχθούν σε μια δυναμική που συνδυάζει τις εξής ανατρεπτικές δυνατότητες: (1) Την οργάνωση παραγωγικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους και παραγωγούς, με την ισότιμη αξιοποίηση της εμπειρογνωμοσύνης και των προτάσεών τους. (2) Τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου κατά τομέα κοινωνικού κινήματος, ικανού να επηρεάσει καθοριστικούς κοινωνικούς συσχετισμούς. Και (3) την ενεργό συμβολή σε προγραμματικές επεξεργασίες που μπορούν να επηρεάσουν αποφασιστικά συνολικές πολιτικές σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.
Στην Ελλάδα σήμερα, αυτή η κατεύθυνση κινηματικής δράσης είναι αναγκαία αλλά είναι και δυνατή και θα έπρεπε να υποστηριχθεί από τις υπάρχουσες κοινωνικές αλλά και πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και του αντιεξουσιαστικού χώρου. Αποτελεί στην πραγματικότητα μια καθοριστική μορφή κοινωνικής κινητοποίησης για να αναδειχθούν οι ανάγκες που συνδέονται με την παραγωγική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση και να οργανωθεί η ικανοποίησή τους. Αλλά και για να επηρεάσει η κινητοποίηση για αυτές τις ανάγκες τις δημόσιες πολιτικές που θα ασκηθούν το επόμενα χρόνια και την εξέλιξη και του καπιταλιστικού τομέα της οικονομίας.
Η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν πρόκειται να αποτελέσει κινητήρια δύναμη της ανασυγκρότησης και θα δραστηριοποιηθεί μόνο σε μεμονωμένες προσοδοφόρες δραστηριότητες, καθώς ο επιχειρηματικός τομέας δεν μπορεί να απεγκλωβιστεί από τη βραχυπρόθεσμη επιδίωξη της κερδοφορίας σε μια φθίνουσα οικονομία, ενώ δεν διαμορφώνει κάποια προοπτική σε εθνικό αλλά και τοπικό ακόμα επίπεδο. Οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν διαθέτουν ούτε τα μέλη, ούτε το συσχετισμό, αλλά ούτε και τα προγραμματικά εφόδια για να επηρεάσουν την παραγωγή και την απασχόληση. Ο κρατισμός, που γοητεύει ακόμα ένα μέρος των αριστερών οργανώσεων, συγχέει την ιδεολογία με την πραγματική οργάνωση της κάλυψης των αναγκών, και την εξουσία με την ικανότητα σχεδιασμού της ανασυγκρότησης. Η προσπάθεια οργάνωσης της παραγωγής αγαθών και της προσφοράς υπηρεσιών με κανόνες την αλληλεγγύη, τη δημοκρατία και την ισότητα, αντιστοιχεί στις ικανότητες του σημερινού εργαζόμενου ή ικανού να εργαστεί πληθυσμού, και μπορεί να φέρει μια οριστική διαφοροποίηση με την ιδέα ότι η σοφία των επιχειρηματιών ή των πολιτικών στελεχών είναι το αναντικατάστατο κλειδί του μέλλοντός μας.
Σημείωση
1. Βλ. «Αυγή», 24-8-2013, άρθρο των Sean Sweeney και Νατάσσας Ρωμανού.
Πηγή: www.topikopoiisi.com
http://www.epohi.gr/portal/themata/14769-to-vathos-tis-syzitisis-gia-tin-koinoniki-kai-allileggya-oikonomia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου