Η Ναόμι Κλάιν εντόπισε ως αδυναμία της Αριστεράς την ατολμία, τον φόβο της να μην κακοχαρακτηριστεί από το συντηρητικό μικροαστικό ακροατήριο. Η Αριστερά στην Ελλάδα αδυνατεί να αποτελέσει διάδοχη πολιτικά κατάσταση, γιατί είναι φοβισμένη, μετριοπαθής και αμυντική. Περίπου έτσι (Σκάι, "Νέοι Φάκελοι", 28.5, Σ. Παπαϊωάννου).
Όντως; Ή μήπως η ταλαντούχα Καναδή αναλύτρια τρέχει πάνω από παραχωμένες πλευρές της ελληνικής κοινωνίας που συγκροτούν από τα κάτω την ελληνική «Καρδιά του Χειμώνα» και τα ελληνικά «Μυθικά πλάσματα του Νότου», παραλείπει, δηλαδή, αυτά που συγκροτούν την ελληνική εκδοχή της κρίσης;
Το ίδιο ερώτημα, όμως, με την Κλάιν θέτουν σε blogs και έντυπα αρκετά μέλη και αριστεροί οπαδοί - εκτός φυσικά από τις θρηνούσες «Μαγδαληνές» που σπαράζει η ψυχή τους όταν ένα αριστερό κόμμα «συμβιβάζεται και οπισθοδρομεί».

Για να δούμε: Ανάσχεση της ορμής, συμβιβασμός = αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ. Νά μια αυτόματη και λογική ισοδυναμία. Ακριβώς ανάποδη από την, επίσης αυτόματη: Ακραίος ΣΥΡΙΖΑ = καταστροφή χώρας. Ας γυρίσουμε στο ερώτημα: Πράγματι κυλάει «δεξιά», σε μια ανασχετική αναδίπλωση, η παράταξη της Αριστεράς; Ή μήπως η προ-ακύρωση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται και στη «μολυσματική» κοινόκτητη μνήμη του ΠΑΣΟΚ, που ανακαλεί εύκολους και απεχθείς συνειρμούς στους ψηφοφόρους; Το «ασυνεπές» πολιτικό σύμπαν που εγκατέστησε το ΠΑΣΟΚ, το αφήγημα και η μεταδικτατορική φάση που ενσάρκωσε το ΠΑΣΟΚ, συνδέεται αρνητικά με χαρακτηριστικά που αναδύει ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Ισχύει;
Ασυνεπές, δεξιόστροφο ΠΑΣΟΚ = σημερινός ΣΥΡΙΖΑ. Νά μια άλλη ισοδυναμία που εμφιλοχωρεί. Μια επόμενη ισοδυναμία που κατασκευάζεται, στην οποία έχω αναφερθεί και η οποία επίσης προ-ακυρώνει την Αριστερά, βασίζεται στο εξής: Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Κύπρος.
Κυβέρνηση = μοναδική δυνατότητα και ΣΥΡΙΖΑ = μη λύση. Να μια ακόμα -διπλή μάλιστα- ισοδυναμία. Έτσι στήνεται μεθοδικά και αρκετά αποτελεσματικά ένα διλημματικό χάος από διαζεύξεις και φοβίες. Ο κόσμος φοβάται τόσο πολύ μέσα στην ίδια του την αποσταθεροποίηση, που προτιμά την κτηνώδη σταθερά μιας χαμένης κυβερνητικής πολιτικής από την ελπιδοφόρο, αλλά άγνωστη, διαδοχή.
Αυτό φαίνεται ότι τυλίγει ως αραχνώδης ιστός και την Αριστερά, αλλά και το αίσθημα αντίστασης, κριτικής, έγερσης. Είναι σίγουρο ότι η επιλογή μιας κούφιας διάζευξης του τύπου καλό ή κακό, κυβέρνηση ή χάος, επικοινωνιακά «βγαίνει». Επίσης η αρχή της αθεράπευτης αισιοδοξίας, η αρχή «Μικόμπερ», επίσης «βγαίνει». Εκτός όλων των άλλων απογοητεύει και τους αντιρρησίες ή τους χαμένους που επενδύουν στην Αριστερά.
Όμως αυτά είναι γνωστά. Η επιδέξια, χονδροειδής, συμπαγής ή αντιφατική επικοινωνιακή επιθετικότητα απέναντι στην Αριστερά είναι και αναμενόμενη και προβλέψιμη. Η αίσθηση, όμως, ανάσχεσης της Αριστεράς δεν νομίζω ότι οφείλεται μόνο στις επιθετικές και αποδομητικές πολιτικές έναντί της, ούτε στη διακομματική συμμαχία πάνω σε ηθικολογικά στερεότυπα που παραλύουν τη λαϊκή κρίση, ούτε μόνο σε κάποια επεκτεινόμενη και διαβρωτική «δεξιοφροσύνη» που διαποτίζει τον λαό και στερεί την Αριστερά από πολιτικούς χυμούς. Η οπισθοπορεία, πραγματική ή φαντασιακή ή μιντιακή, πολιτική ή τακτική, οφείλεται σ' ένα εσωτερικό άδειασμα, στην έλλειψη ενός υποκείμενου δικού της σθένους.
Πράγματι η Αριστερά δείχνει δυσανάλογα κουρασμένη, «άπιστη», φοβισμένη. Ένα μέρος του σφρίγους της σπαταλιέται σε εσωκομματικές και επικρατειακές αντιδικίες, ένα άλλο μέρος του σφρίγους χάνεται με τη νεοφώτιστη και ανερυθρίαστη ωραιοπάθεια αρκετών στελεχών και ένα σημαντικό μέρος του χαμένου σθένους οφείλεται στο έλλειμμα πεισμώδους πολιτικής επεξεργασίας των επιμέρους. Των λεπτομερειών μιας πολιτικής που θα συγκροτήσει, θα υποστασιοποιήσει το Άλλο και δεν θα το προφασιστεί απλώς. Ένα μέρος του ελλείποντος σθένους οφείλεται στο άλυτο πρόβλημα να είσαι μέσα στην πολιτική σου πράξη και όχι ο επισκέπτης της. Να είσαι δηλαδή μέτοχος της πολιτικής σου πράξης και όχι εκφωνητής της. Λείπει η εκτενής (και αόρατη, μη τηλεοπτική) δουλειά σε προβλήματα που θέτουν ζητήματα οικονομικής και στρατηγικής αυτοπραγμάτωσης.
«Ο Ρέηγκαν και η Θάτσερ (...) μπήκαν επικεφαλής ενός ταξικού κινήματος των ελίτ, αποφασισμένου να αναστηλώσει τη δύναμή τους. Η ευφυΐα τους έγκειται στο ότι δημιούργησαν μια κληρονομιά και μια παράδοση που ενέπλεξε τους μεταγενέστερους πολιτικούς σε ένα δίχτυ περιορισμών απ' τους οποίους δεν μπορούσαν να ξεφύγουν εύκολα» γράφει ο Χάρβεϊ1.
Τηρουμένων των εξόφθαλμων αναλογιών θα έλεγα ότι μέρος αυτής της αιχμαλωσίας είναι και η πολιτική δυσκαμψία, αλλά και το εύκολα μειούμενο αριστερό, πολιτικό σθένος, μέρος αυτής της αιχμαλωσίας είναι και οι ευκολίες και οι προχειρότητες, μέρος αυτής τη αιχμαλωσίας είναι ο ακατοίκητος κοινότοπος λόγος και κυρίως το άδειο μάτι. Αυτό που δεν «γεμίζει» αυτά που λέει. Η αιχμαλωσία των μεταγενέστερων δεν οφείλεται στην ευφυΐα των προγενέστερων (που στην περίπτωση της χώρας μας δεν νομίζω ότι είναι συχνή), αλλά και στην πλαδαρότητα αυτών που νομίζουν ότι θα κληρονομήσουν αναπότρεπτα την εξουσία και θα «σβήνουν τις κλήσεις που έκοψαν οι προηγούμενοι»...
* Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, αν. καθηγητής ΕΜΠ, dsevastakis@arch.ntua.gr
1. Ντέιβιντ Χάρβεϊ «Νεοφιλελευθερισμός», εκδ. Καστανιώτη 2007