Όσο η καταστροφική εφαρμογή των Μνημονίων θα οδηγήσει στη σωτηρία της χώρας μας, άλλο τόσο η δρομολογημένη ανεξέλεγκτη τοποθέτηση ανεμογεννητριών θα οδηγήσει στη σωτηρία του περιβάλλοντος. Και οι δύο όμως επιλογές οδηγούν αδιαμφισβήτητα στη σωτηρία και τη διαιώνιση μιας επιχειρηματικής και πολιτικής μαφίας που μας κυβερνά και πρέπει να τους ανατρέψουμε.
Σε περιβαλλοντική καταστροφή στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος εξελίσσεται η ανεξέλεγκτη εγκατάσταση ανεμογεννητριών στις κορυφές των ορεινών όγκων και της νησιωτικής χώρας. Τα γιγαντιαία αιολικά πάρκα, μαζί με τα χωρίς όρια τσιμεντένια υδροηλεκτρικά κατασκευάσματα στις ποταμιές, στις ρεματιές και τα φαράγγια, καταστρέφουν και τους τελευταίους φυσικούς παράδεισους αυτού του τόπου. Μέχρι τώρα αρκετές από τις περιοχές αυτές εντάσσονταν μέσα σε ένα πλέγμα νόμων και διεθνών συνθηκών που προστατεύονταν από ανεξέλεγκτες δραστηριότητες.
Σήμερα ένα δίκτυο επιχειρηματικών συμφερόντων, ισχυρών οικονομικών ομίλων της κεντρικής Ευρώπης, διασυνδεδεμένο με τους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και τους ντόπιους πολιτικούς εκφραστές τους, μέσα από ψηφισμένες διαδικασίες fast track (στο πλαίσιο του Μνημονίου) έχει καταφέρει να εξασφαλίσει την επιδοτούμενη εγκατάσταση αυτών των σιδερένιων τεράτων που αλλάζουν τραγικά και πληγώνουν ανεπανόρθωτα το ελληνικό τοπίο σε ευαίσθητα και προστατευόμενα μέχρι τώρα οικοσυστήματα. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής φύσης που οι ευαίσθητες αυτές περιοχές γίνονται προσβάσιμες σε τέτοια κλίμακα για εμπορική εκμετάλλευση. Και αυτό έχει γίνει δυνατό βασισμένο στην υπόθεση ότι η δραστηριότητα αυτή είναι «πράσινη».
Αυτό το έγκλημα δεν έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη που έχει ανάγκη ο τόπος μας, αντίθετα υπονομεύει τις αναπτυξιακές του δυνατότητες και υποτάσσεται στον υπέρτατο για το σύστημα νόμο του κέρδους σε βάρος του παρόντος και του μέλλοντος της χώρας μας.
Δεν έχει επίσης καμιά σχέση με τις ενεργειακές μας ανάγκες, αλλά με τις κατασκευάστριες εταιρείες ξεπερασμένων τεχνολογικά ανεμογεννητριών και την προσπάθειά τους να τις πουλήσουν και να τις «φυτέψουν» στα ελληνικά βουνά, όπου, μαζί με το πρόγραμμα «Ήλιος», μεταβάλλουν τη χώρα μας σε ένα απέραντο δικό τους ενεργειακό πάρκο. Ο υποτιθέμενος χωροταξικός σχεδιασμός της εγκατάστασής τους ουσιαστικά έβαλε «το κάρο μπροστά από το άλογο», αφού δεν καθορίστηκε από τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, αλλά από τις επιχειρηματικές στοχεύσεις των εταιρειών. Οι ανεμογεννήτριες παράγονται σε άλλες χώρες και μεταφέρονται εδώ με πλοία σε κομμάτια χωρίς, καμία ουσιαστική συμβολή στο πρόβλημα της απασχόλησης στη χώρα μας. Η μόνη απασχόληση τεχνικών στην χώρα είναι στη διάνοιξη των τεράστιων δρόμων που απαιτούνται για να τις ανεβάσουν στα βουνά, στις τσιμεντένιες βάσεις που απαιτούνται για να τοποθετηθούν, στο μοντάρισμά τους και στη σύνδεση με το δημόσιο δίκτυο (που τώρα έγινε ιδιωτικό), όπου πωλείται η ενέργεια. Στη συνέχεια, χρειάζονται μια ελάχιστη συντήρηση και 2-3 μόνιμα απασχολούμενους για ένα τεράστιο αριθμό, που καθιστά γελοίο τον ισχυρισμό περί δημιουργίας θέσεων εργασίας. Οι εδώ μηχανικοί περιορίζονται στην αρχική μέτρηση του αιολικού δυναμικού και στην δέσμευση των περιοχών για τη διαδικασία της αδειοδότησης. Πρόκειται για σίγουρη επένδυση. Είναι ίσως η μόνη βιομηχανική δραστηριότητα χωρίς κανένα επιχειρηματικό ρίσκο, αφού υπάρχει σίγουρη απορρόφηση και το πολύ σε 15-20 χρόνια θα επιβάλουν την αντικατάσταση τους, πάλι στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, για να αδειάσουν ξανά τις αποθήκες τους, με νέα αυξημένα τέλη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στους καταναλωτές.
Θα μπορούσε να αναπτυχθεί στη χώρα μας η παραγωγή σύγχρονων ανεμογεννητριών τόσο στα ναυπηγεία και την αμυντική βιομηχανία όσο και σε μεγάλα μεταλλουργικά εργοστάσια. Έλληνες μηχανικοί έχουν αναπτύξει νεότερες τεχνολογίες ανεμογεννητριών, όπως π.χ. καθέτου άξονα. Αυτές είναι μικρές και δεν ξεπερνούν το ύψος ενός μεγάλου δένδρου, θα έδιναν δε τη δυνατότητα σε ελληνικά εργοστάσια και μηχανουργεία να αναπτύξουν την τεχνολογία των μικρών αιολικών καθέτου άξονα με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας κύκλος εργασιών μέσα στη χώρα, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία Ελλήνων μηχανικών και μηχανουργών ή ακόμα και σε συνεργασίες με κατασκευάστριες εταιρείες του εξωτερικού, αξιοποιώντας δυνατότητες και για εξαγωγές, όπως ήδη συμβαίνει, σε μικρή όμως κλίμακα. Κάποιες προσπάθειες στη χώρα μας δεν είχαν την ουσιαστική υποστήριξη της πολιτείας, κάτω από την πίεση των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων.
Παράλληλα, έχουν την ικανότητα να παράγουν ενέργεια και με λιγότερη ένταση ανέμου, κάτι που θα τις καθιστούσε ικανές να τοποθετηθούν σε χαμηλότερα υψόμετρα, ακόμα και δίπλα στους δρόμους, χωρίς τις καταστροφικές συνέπειες στα ευαίσθητα οικοσυστήματα των ορεινών όγκων. Από τη μορφή τους και τις διαστάσεις τους δεν προσβάλλουν το περιβάλλον και είναι στην κλίμακα του ελληνικού τοπίου.
Και αν αναρωτηθεί κανείς γιατί γίνονται εισαγωγές αφού δεν είναι προς το συμφέρον της χώρας, η απάντηση είναι απλή: Η εισαγωγή και η αδειοδότηση διαπλέκει περισσότερο οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα με τη γραφειοκρατία και τη ρεμούλα απ' ό,τι η παραγωγή τους στη χώρα μας.
Πρέπει να κατανοηθεί ότι από όλη αυτή την τραγωδία της οικονομικής καταστροφής της χώρας το πολιτικό σύστημα δεν διδάχτηκε τίποτα. Αντίθετα, η κρίση γι' αυτούς είναι ευκαιρία. Το μεγάλο φαγοπότι τώρα γίνεται. Μάλιστα όσο βλέπουν ότι μπορεί να ανατραπούν βιάζονται να προλάβουν για να ξεπουλήσουν τα πάντα, έτσι που μια αυριανή κυβέρνηση, που υπόσχεται ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης και διακυβέρνησης της χώρας, να μην έχει κανένα αναπτυξιακό εργαλείο στα χέρια της. Ξεπουλούν όλες τις υποδομές, όπως λιμάνια, αεροδρόμια, οδικούς άξονες, τα ενεργειακά δίκτυα όπως φυσικό αέριο, διυλιστήρια πετρελαίου, τις μονάδες παραγωγής της ΔΕΗ, ακόμα και το δίκτυο μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος μετατρέπεται σε ιδιωτικό μονοπώλιο (καταργείται έτσι και ο ισχυρισμός του υποτιθέμενου ανταγωνισμού προς όφελος του καταναλωτή). Στους ίδιους ντόπιους και ξένους κρατικοδίαιτους απατεώνες παραδίδονται τώρα η ορεινή και νησιωτική Ελλάδα για την εγκατάσταση των σιδερένιων τεράτων και όλα αυτά τα ονομάζουν ανάπτυξη.
Η αειφόρος ανάπτυξη, με την εφαρμογή και την αξιοποίηση των ανανεώσιμων και ήπιων μορφών ενέργειας, νοείται μόνο με όρους κοινωνίας και περιβάλλοντος και όχι με όρους επιχειρηματικών ομίλων, επιδοτήσεων και κερδών. Μόνο έτσι μπορεί να είναι αποδεκτή και βεβαίως υπό προϋποθέσεις, πάντα κάτω απ' τον κανόνα και τη σχέση κόστους-οφέλους για τη κοινωνία, με κεντρικό στρατηγικό σχεδιασμό για το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας και με βάση τις τωρινές και μελλοντικές ενεργειακές της ανάγκες, καθώς και για το μείγμα των μορφών από τις οποίες θα παράγουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες αυτές. Δεν μπορεί να αφεθεί σε ιδιώτες το πώς, πότε, πόσο, πού και από ποιον θα παράγεται, καθώς και το πόσο θα κοστίζει η κατανάλωση ενός κοινωνικού αγαθού όπως είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, που η κυβέρνηση μετατρέπει σε εμπόρευμα για να το παραδώσει σε επιχειρηματίες, αξιοποιώντας την κρίση.
Όλες αυτές οι πλευρές δεν μπορούν να υπακούουν στον νόμο τους κέρδους, ούτε η καταστροφή των ορεινών όγκων μπορεί να υποτάσσεται στον νόμο των επιδοτήσεων. Σε παλιότερες εποχές ο λαός μας πλήρωσε βαριά το τίμημα της ανάπτυξης και του εξηλεκτρισμού της χώρας. Κάτω απ' τα υδροηλεκτρικά και τις τεχνητές λίμνες χάθηκαν για πάντα δεκάδες χωριά, μοναδικά φυσικά τοπία, πολιτιστικά μνημεία, χιλιάδες άνθρωποι οδηγήθηκαν βίαια στον ξεριζωμό και έγιναν πρόσφυγες στον τόπο τους. Όμως όλες αυτές οι θυσίες υποτάχθηκαν σε μια αναγκαία εθνική αναπτυξιακή στρατηγική και όχι σε αυτό που βιώνουμε σήμερα και που δεν είναι παρά η υποταγή της κοινωνίας στις επιχειρηματικές στρατηγικές της Τέρνα, του Άκτωρα, του Κοπελούζου, του Ρόκα, του Μυτιληναίου και άλλων. Αμείλικτα και αναπάντητα παραμένουν τα ερωτήματα όσων ενέκριναν και έδωσαν τη συγκατάθεσή τους υποτιμώντας τις καταστροφικές συνέπειες αυτών των επιλογών. Όχι μόνο τις αισθητικές και τις περιβαλλοντικές, αλλά και δεκάδες άλλες πλευρές όπως αυτές που συνδέουν την εγκατάσταση των ανανεώσιμων πηγών με τις δεσμεύσεις μας για τη μείωση του διοξειδίου του άνθρακα.
Όμως πόσο διοξείδιο του άνθρακα παράγεται για τη κατασκευή τους σε σχέση με την προσφορά τους στη μείωσή του από το προσδόκιμο της χρήσης τους, τι γίνεται μετά το πέρας της λειτουργίας τους ή της αντικατάστασης τους, ποιος επιβαρύνεται το κόστος να ξηλωθούν τα κουφάρια τους και να μεταφερθούν, χωρίς βεβαίως να αποκαθίσταται ποτέ ξανά το τοπίο, ποιο είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής που εγκαθίστανται, ποια η σχέση του με τις τοπικές κοινωνίες, με τι κριτήρια καθορίζεται ο αριθμός και η πυκνότητα τους και δεκάδες ακόμα ερωτήματα, παραμένουν αναπάντητα.
Πολλοί που δεν μπορούν «να δουν πέρα απ' τη μύτη τους» βλέπουν κάποια πρόσκαιρα πιθανά οφέλη, όπως κάποια μεροκάματα με τυχόν χρήση μηχανημάτων που διαθέτουν, ή άλλοι βλέπουν προσδοκώμενο όφελος από την περιορισμένη χρονική παρουσία κάποιου εργατοτεχνικού προσωπικού στον τόπο εγκατάστασης τους, δεν μπορούν όμως να δουν ότι «κόβουν το δένδρο πάνω στο οποίο κάθονται» και γίνονται νεκροθάφτες της περιοχής τους. Άλλοι θέλουν να πιστεύουν ότι θα εξασφαλίσουν δωρεάν ρεύμα ή με μεγάλη έκπτωση, άποψη που αγγίζει τα όρια της αφέλειας. Όλοι αυτοί «βλέπουν το τυρί και δεν βλέπουν τη φάκα» και η φάκα είναι η υπονόμευση του μέλλοντος των παιδιών μας.
Στη προσπάθεια να υποτάξουν ένα συνεχώς διογκούμενο κίνημα διαμαρτυρίας των τοπικών κοινωνιών, επιχειρούν, με τον εκμαυλισμό, την εξαγορά και τη χειραγώγηση, να ελέγξουν τα κινήματα αυτά. Καλλιεργούν τη διχόνοια που θυμίζει το παιχνίδι της κολοκυθιάς (να μη μπουν εδώ, να μπουν εκεί, γιατί να μπουν εκεί; που λες να μπουν; και πάει λέγοντας), που δεν είναι παρά το δόγμα τού «διαίρει και βασίλευε».
Τέλος, μπαίνει ένα ερώτημα: Υπάρχει πουθενά κατάλληλος χώρος να εγκατασταθούν αιολικά πάρκα, αφού κανένας δεν τα θέλει στον τόπο του; Εφαρμόζοντας μια ολοκληρωμένη πολιτική, όχι μόνο στον τομέα παραγωγής ενέργειας αλλά και στον τομέα εξοικονόμησης για την περιβαλλοντική προστασία, οι ανεμογεννήτριες και όλες οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας έχουν θέση στον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας μας χωρίς να θυσιαστεί η φυσική μας κληρονομιά, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να δώσουν σημαντική ώθηση και για την παραγωγική ανασυγκρότηση. Αυτό όμως προϋποθέτει κεντρικό σχεδιασμό με πραγματική οικολογική οπτική, «σκέψου παγκόσμια, δράσε τοπικά», χωρίς υποταγή στα ιδιωτικά συμφέροντα, με αίσθηση της ιστορικής ευθύνης για το μοναδικό ελληνικό τοπίο και την πολιτιστική μας κληρονομιά. Με μια τέτοια αντίληψη θα βρεθούν και τα κατάλληλα σημεία και οι αναγκαίες κοινωνικές συναινέσεις.
Μια ακόμη πλευρά του προβλήματος αναδεικνύεται από τη στάση τοπικών και πολιτικών παραγόντων κάθε περιοχής που πλήττεται από τέτοιες εγκαταστάσεις. Η μνημονιακή λογική τού fast track και της αρπαχτής αφαίρεσε τη δυνατότητα να αποφασίζουν οι τοπικές αρχές και έτσι οι διάφοροι όψιμα ανεξάρτητοι πολιτικάντηδες, που δηλώνουν τοπικά ότι εναντιώνονται, στους κεντρικούς πολιτικούς τους σχεδιασμούς τις προωθούν και συνήθως όχι πάντα με το αζημίωτο.
Πρόβλημα επίσης αποτελεί το γεγονός ότι στους ίδιους στους οποίους ανήκουν οι εταιρείες ανήκουν και τα μέσα μαζικής «ενημέρωσης», όπως αυτοχαρακτηρίζονται, για να μπορούν να ελέγχουν και τις αντιδράσεις.
Παρά τις δυσκολίες για την ακύρωση των καταστροφικών τους σχεδίων, ελπίδα πάντα αποτελεί ο λαϊκός παράγοντας. Λογικές ανάθεσης, επερωτήσεις από τα κόμματα και υπομνήματα, χωρίς τις λαϊκές κινητοποιήσεις δεν μπορούν να κάνουν τίποτα ουσιαστικό, που να αποτρέπει αυτή την καταστροφή. Στην περίπτωση του νομού μας είναι αναγκαία η επαναδραστηριοποίηση παλαιότερων επιτροπών αγώνα, η συγκρότηση νέων και ο συντονισμός κατοίκων στα όρια με τη Φθιώτιδα και στο σύνολο πλέον της Ευρυτανίας, αφού ο νομός μας πλήττεται από ανατολικά και δυτικά μαζί με ολόκληρη σχεδόν την περιφέρεια Στερεάς, τις νησιωτικές περιοχές και κάθε περιοχή που θυσιάζεται στον βωμό του κέρδους. Ο αγώνας των κατοίκων της Χαλκιδικής για να υπερασπιστούν τον τόπο τους και τις ζωές τους είναι ίσως στις μέρες μας το καλύτερο παράδειγμα.
Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω σε όλους τους συμπατριώτες Ευρυτάνες, που συχνά δίνουν το μέτρο της ομορφιάς της Ευρυτανίας χαρακτηρίζοντας την περιοχή μας σαν την Ελβετία της Ελλάδας, ότι οι Ελβετοί δεν διανοούνται να βάλουν ούτε πρόκειται να δεχτούν ανεμογεννήτριες στις κορυφογραμμές που περιβάλουν το Σεν Μόριτζ. Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να τις δεχτούμε εμείς στις κορυφογραμμές που περιβάλλουν το Καρπενήσι. Ίσως γιατί αυτοί που έχουν τις εταιρείες επέλεξαν το Σεν Μόριτζ για να ζουν και το Καρπενήσι, όπως και ολόκληρη την Ελλάδα, για να κερδίζουν. Ας αποφασίσουμε τι πρέπει να κάνουμε εμείς που ζούμε εδώ.
Κώτσιας Θωμάς
Πηγή: www.avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου