Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Κοινωνικές αντιστάσεις ως πολιτική της καθημερινότητας

Με αφορμή το βιβλίο “Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής” του Μ. Καραγιάννου
Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή

Στην α­ρι­στε­ρά κυ­ριάρ­χη­σε, και εν πολ­λοίς κυ­ριαρ­χεί α­κό­μη, το «η­γε­μο­νι­κό» πρό­τυ­πο σύλ­λη­ψης του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού στις ποι­κί­λες λε­νι­νι­στι­κές και γκραμ­σια­νές πα­ραλ­λα­γές του. Ένας συλ­λο­γι­κός φο­ρέ­ας –το κόμ­μα, κυ­ρίως, και το κρά­τος που αυ­τό θα κα­τα­λά­βει– θα πρέ­πει να ορ­γα­νώ­σουν, να δια­παι­δα­γω­γή­σουν, να πα­ρέμ­βουν ρι­ζι­κά στο πνεύ­μα και το σώ­μα ό­χι μό­νον συ­ντη­ρη­τι­κών και α­ντι­δρα­στι­κών στρω­μά­των, αλ­λά και αυ­τής της ί­διας της ε­πα­να­στα­τι­κής τά­ξης. Η κοι­νω­νία στις ποι­κί­λες δια­στρω­μα­τώ­σεις της εί­ναι α­νέ­τοι­μη, α­νώ­ρι­μη, α­νορ­γά­νω­τη και α­δύ­να­μη να προω­θή­σει την προο­δευ­τι­κή κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή χω­ρίς μια έ­ξω­θεν ε­πέμ­βα­ση και κα­θο­δή­γη­ση ορ­γα­νω­μέ­νων α­κτι­βι­στών και πε­φω­τι­σμέ­νων η­γε­τών.
Μια πε­ρίερ­γη α­ντι­στρο­φή αυ­τής της θεώ­ρη­σης συ­ντε­λεί­ται στη σκέ­ψη στο­χα­στών ό­πως ο Κ. Κα­στο­ριά­δης και, στις μέ­ρες μας, ο Σ. Ζί­ζεκ και ο Α. Μπα­ντιού, που ε­πι­κα­λού­νται την α­πρό­βλε­πτη α­νά­δυ­ση του «ρι­ζι­κά νέ­ου» ή την α­προ­γραμ­μά­τι­στη ρή­ξη του συμ­βά­ντος. Για τον Κα­στο­ριά­δη και τον Μπα­ντιού, η ε­πα­να­στα­τι­κή κοι­νω­νι­κή με­τα­μόρ­φω­ση δεν θα έρ­θει με την η­γε­μο­νι­κή ά­νω­θεν χει­ρα­γώ­γη­ση, αλ­λά μέ­σα α­πό μια δια­δι­κα­σία φα­ντα­σια­κής δη­μιουρ­γίας που γί­νε­ται αιφ­νί­δια, α­πρό­σμε­να και ρη­ξι­κέ­λευ­θα,  ή με έ­να ο­μοίως α­προσ­δό­κη­το «συμ­βάν» που θα πρέ­πει να α­να­πτυ­χθεί στη συ­νέ­χεια σε ό­λες του τις συ­νέ­πειες α­πό έ­να σχή­μα πο­λι­τι­κής ορ­γά­νω­σης. Εν ο­λί­γοις, ο ρι­ζι­κός κοι­νω­νι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός προϋπο­θέ­τει εί­τε την έ­ξω­θεν και ά­νω­θεν ε­πέμ­βα­ση στο κοι­νω­νι­κό σώ­μα ή έ­να οιο­νεί θαύ­μα, το ο­ποίο δεν προ­γραμ­μα­τί­ζε­ται, δεν προ­ε­τοι­μά­ζε­ται, δεν κυο­φο­ρεί­ται α­πό το κοι­νω­νι­κό αυ­τό σώ­μα της κα­θη­με­ρι­νής ζωής, αλ­λά έρ­χε­ται πά­λι να το διαρ­ρή­ξει και με­τα­μορ­φώ­σει ως μια ρι­ζι­κά έ­ξω­θεν το­μή, πα­ρό­τι βέ­βαια πη­γή αυ­τής της το­μής εί­ναι εν τέ­λει η συλ­λο­γι­κή δρά­ση.

Υπο­πο­λι­τι­κή των α­δυ­νά­τω­ν

Υπάρ­χει, ω­στό­σο, έ­να υ­πό­γειο ε­ναλ­λα­κτι­κό ρεύ­μα στην πο­λι­τι­κή και ι­στο­ρι­κή σκέ­ψη που α­ντι­λαμ­βά­νε­ται την κοι­νω­νι­κή α­να­μόρ­φω­ση με δια­φο­ρε­τι­κούς ό­ρους, με άλ­λους χρό­νους και σε άλ­λους χώ­ρους. Αυ­τοί οι ό­ροι ε­πι­τρέ­πουν να α­πο­φύ­γου­με σε ε­πί­πε­δο πο­λι­τι­κής στρα­τη­γι­κής την α­πο­κλει­στι­κή ε­πι­λο­γή α­νά­με­σα στην πο­λι­τι­κή της η­γε­σίας (και συ­νε­πώς μιας χει­ρα­γώ­γη­σης που δεν χει­ρα­φε­τεί τα κοι­νω­νι­κά υ­πο­κεί­με­να) και την πο­λι­τι­κή του θαύ­μα­τος (και ά­ρα μιας α­να­μο­νής που μπο­ρεί να καλ­λιερ­γή­σει την α­δρά­νεια και την πα­θη­τι­κό­τη­τα). Μια γραμ­μή που ξε­κι­νά α­πό τον α­ναρ­χι­κό Π. Κρο­πότ­κιν και τον ε­λευ­θε­ρια­κό σο­σια­λι­στή Λα­ντά­ουερ και φτά­νει ως τον Ντε Σερ­τό και τον ση­μαί­νο­ντα σύγ­χρο­νο κοι­νω­νιο­λό­γο Τζέι­μς Σκο­τ, δια­κρί­νει τις δια­δι­κα­σίες και τις κι­νή­σεις της κοι­νω­νι­κής αλ­λα­γής στον ι­στό της κα­θη­με­ρι­νής κοι­νω­νι­κής ζωής, στις πρό­σω­πο με πρό­σω­πο αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις, σε α­φα­νείς ή διά­σπαρ­τους θύ­λα­κες που κτί­ζουν στα­δια­κά δια­φο­ρε­τι­κούς τύ­πους σχέ­σεων, σε πα­ράλ­λη­λες α­ντα­γω­νι­στι­κές πραγ­μα­τι­κό­τη­τες και δια­δρά­σεις των υ­πο­τε­λών. Έτσι ο Σκοτ α­νι­χνεύει σε συν­θή­κες με­γά­λης κοι­νω­νι­κής α­νι­σό­τη­τας, ό­πως η δου­λεία στον α­με­ρι­κα­νι­κό Νό­το, «κρυ­φές με­τα­γρα­φές» της κα­θε­στη­κυίας τά­ξης: μια άλ­λη, α­ντα­γω­νι­στι­κή, κρι­τι­κή α­νά­γνω­ση και βίω­ση της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας α­πό τους μαύ­ρους σκλά­βους που πε­ρι­γε­λούν τα α­φε­ντι­κά τους, ο­ρα­μα­τί­ζο­νται και εν μέ­ρει ζουν στις με­τα­ξύ τους σχέ­σεις άλ­λους κοι­νω­νι­κούς κό­σμους, στις δι­κές τους «γω­νίες», πί­σω α­πό τις πλά­τες των κυ­ρίων τους. Κα­θη­με­ρι­νές πρά­ξεις που πα­ρα­μέ­νουν εν μέ­ρει στην α­φά­νεια, ό­πως σα­τι­ρι­κά τρα­γού­δια και χλεύη για τα α­φε­ντι­κά, μι­κρο­κλο­πές ή σκό­πι­μες α­μέ­λειες στην κα­τα­να­γκα­στι­κή ερ­γα­σία, συ­νι­στούν έ­να κου­βά­ρι μι­κρο-α­ντι­στά­σεων που δια­πλά­θουν άλ­λες υ­πο­κει­με­νι­κό­τη­τες α­ντί­στα­σης και δυ­νη­τι­κής α­πε­λευ­θέ­ρω­σης. Οι μι­κρο­α­ντι­στά­σεις ε­νι­σχύο­νται και συ­γκρο­τούν ε­ναλ­λα­κτι­κούς κοι­νω­νι­κούς δε­σμούς ε­φό­σον ε­ντάσ­σο­νται σε έ­ναν κοι­νό «κρυ­φό» κό­σμο των υ­πο­τε­λών και στη­ρί­ζο­νται στην α­μοι­βαία συ­νεν­νό­η­ση και συ­νερ­γα­σία. Τέ­τοιες μορ­φές κα­θη­με­ρι­νής, λα­θραίας κοι­νω­νι­κής α­νυ­πα­κοής α­πο­τε­λούν τη λε­γό­με­νη «υ­πο­πο­λι­τι­κή των α­δυ­νά­των» κα­τά τον Σκο­τ, η ο­ποία προ­λειαί­νει το έ­δα­φος για τις ξαφ­νι­κές ε­κρή­ξεις της α­ντί­στα­σης και της α­να­τρο­πής, ό­ταν οι α­ντα­γω­νι­στι­κές κρυ­φές με­τα­γρα­φές της κυ­ρίαρ­χης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας έρ­χο­νται στο φως για να την αμ­φι­σβη­τή­σουν και να την αλ­λά­ξουν ρι­ζι­κά.
Στο υ­πέ­δα­φος των α­ντα­γω­νι­στι­κών πο­λι­τι­κών μπο­ρεί να α­νι­χνεύ­σει κα­νείς υπ’ αυ­τό  το πρί­σμα έ­να δυσ­διά­κρι­το, αλ­λιώς, πλού­το διερ­γα­σιών μι­κρών και με­γά­λων ε­ξε­γέρ­σεων, που άλ­λες εί­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο αρ­νη­τι­κές και άλ­λες εκ­βάλ­λουν σε δη­μιουρ­γι­κές α­ντι­στά­σεις-προ­τυ­πώ­σεις ε­νός δια­φο­ρε­τι­κού κό­σμου.

Οργα­νι­κή πα­ρέμ­βα­ση

Κά­πως έ­τσι μπο­ρού­με να κα­τα­λά­βου­με την α­ντα­γω­νι­στι­κή κουλ­τού­ρα της ε­ξι­σω­τι­κής αυ­τοορ­γά­νω­σης που α­να­δύ­θη­κε «αίφ­νης» σε ξε­σπά­σμα­τα ό­πως ε­κεί­νο του Δε­κέμ­βρη του ’08 ή των Αγα­να­κτι­σμέ­νων του ’11, μια κουλ­τού­ρα που δεν γεν­νιέ­ται ως εκ θαύ­μα­τος στη στιγ­μή, αλ­λά προ­ε­τοι­μά­ζε­ται στους δι­κούς τους χρό­νους και χώ­ρους, στα «υ­πό­γεια», τους δρό­μους και τις κα­θη­με­ρι­νές δια­δρο­μές της ζωής των πολ­λών. Σε αυ­τό το πε­δίο ε­ντάσ­σου­με σή­με­ρα και ό­λες τις πο­λυά­ριθ­μες, αυ­θόρ­μη­τες και α­πο­κε­ντρω­μέ­νες πρω­το­βου­λίες της αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μίας που λί­γο-λί­γο οι­κο­δο­μούν α­θό­ρυ­βα και χω­ρίς δη­μο­σιό­τη­τα τα σχή­μα­τα ε­νός άλ­λου κοι­νω­νι­κού βίου, πέ­ρα α­πό το κυ­ρίαρ­χο κα­θε­στώς. Στο ί­διο πλαί­σιο θα πρέ­πει να ε­ντά­ξου­με, και να ε­κτι­μή­σου­με, πολ­λα­πλά εγ­χει­ρή­μα­τα καλ­λι­τε­χνι­κού α­κτι­βι­σμού και έρ­γα με χα­μη­λό προ­φί­λ, αλ­λά υ­πό­γεια πο­λι­τι­κή δυ­να­μι­κή, ό­πως τα «Ημε­ρο­λό­για μιας εν­δια­φέ­ρου­σας ε­πο­χής» του Μάρ­κου Κα­ρα­γιάν­νου (εκ­δό­σεις Νη­σί­δες, Θεσ­σα­λο­νί­κη, 2012). Πα­ρεμ­βαί­νουν ορ­γα­νι­κά στο σύν­θε­το πλέγ­μα των κοι­νω­νι­κών α­ντι­λή­ψεων και συ­ναι­σθη­μά­των για να συμ­βά­λουν στη δη­μιουρ­γία ε­νός άλ­λου κοι­νού νου, μιας άλ­λης αι­σθη­τι­κής α­ντί­λη­ψης και κρι­τι­κής ευαι­σθη­σίας, και να ε­νι­σχύ­σουν τις δια­δι­κα­σίες συ­γκρό­τη­σης άλ­λων κοι­νω­νι­κών υ­πο­κει­μέ­νων και σχέ­σεων στα βά­θη και τα πλά­τη της κα­θη­με­ρι­νής ζωής.

Ενδει­κτι­κή στα­χυο­λό­γη­ση

Τα Ημε­ρο­λό­για κα­τα­γρά­φουν με α­πλό, εύ­λη­πτο, αλ­λά αιχ­μη­ρό και εύ­στο­χο τρό­πο, σκέ­ψεις και συ­ναι­σθη­μα­τι­κές α­ντι­δρά­σεις στη σκαιά πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής κρί­σης. Εντάσ­σο­νται αρ­μο­νι­κά στη βιω­μα­τι­κή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των πολ­λών αλ­λά συ­ντεί­νουν στην κρι­τι­κή και δη­μιουρ­γι­κή ε­πε­ξερ­γα­σία της, με­τα­φέ­ρο­ντας χω­ρίς τυ­μπα­νο­κρου­σίες ά­με­σα κα­τα­νο­η­τά νοή­μα­τα και συ­ναι­σθή­μα­τα που προω­θούν τη ρή­ξη με το κυ­ρίαρ­χο σή­με­ρα και την προ­ε­τοι­μα­σία του κα­λύ­τε­ρου αύ­ριο. Τα μη­νύ­μα­τα εί­ναι θεω­ρη­τι­κά ε­νη­με­ρω­μέ­να, και μά­λι­στα με ό,τι πιο σύγ­χρο­νο στην κρι­τι­κή πο­λι­τι­κή σκέ­ψη. Αλλά εί­ναι γειω­μέ­να και εν­σω­μα­τω­μέ­να σε έ­ναν κα­θη­με­ρι­νό, κα­τα­νο­η­τό λό­γο που μπο­ρεί να μι­λή­σει σε έ­να με­γα­λύ­τε­ρο α­κρο­α­τή­ριο χω­ρίς να κά­νει εκ­πτώ­σεις. Αυ­τές εί­ναι οι στιγ­μές ό­που ο σύν­θε­τος, α­φη­ρη­μέ­νος και τε­χνι­κός λό­γος της κρι­τι­κής θεω­ρίας εί­ναι πράγ­μα­τι σκό­πι­μο να πα­ρα­χω­ρεί το βή­μα σε άλ­λους εκ­προ­σώ­πους του, με άλ­λο ύ­φος και τό­νο φω­νής. Αυ­τό θα κά­νου­με κι ε­δώ με μια εν­δει­κτι­κή στα­χυο­λό­γη­ση α­πό τα Ημε­ρο­λό­για του Μάρ­κου:
Η πρά­ξη ό­μως χρειά­ζε­ται σκέ­ψη. Χρειά­ζε­ται δι­κούς της χρό­νους. Ο χρό­νος δεν υ­πάρ­χει. Αυ­τοί προ­σπα­θούν να ε­πι­βά­λουν νέ­ους χρό­νους, χρό­νους που κλεί­νουν τη συ­ναί­νε­ση στα ε­ρω­τή­μα­τα που αυ­τοί θέ­τουν (σ.17).
Ο ο­ρι­σμός της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας εί­ναι πε­δίο μά­χης. Πί­σω, στα βα­σι­κά, στους ο­ρι­σμούς, για να πε­ρά­σου­με με συ­γκρο­τη­μέ­να ό­πλα στην α­ντε­πί­θε­ση και στη διεκ­δί­κη­ση. Να διευ­ρύ­νου­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και να ζή­σου­με με βά­ση τις α­ντι­φά­σεις της και την πα­ρα­δο­χή τους (σ.30). Συ­ζη­τή­σεις σε χω­ριά… Θε­τι­κό: υ­πάρ­χει χώ­ρος για ι­δέες. Υπάρ­χει ό­μως δυ­σπι­στία και θέ­λη­ση να δια­τη­ρη­θεί ο ί­διος τρό­πος ζωής που α­να­πα­ρά­γει την κα­τα­στρο­φή. Η πρά­ξη και η γε­νί­κευ­ση των πρά­ξεων που θα φέ­ρουν οι ι­δέες θα εί­ναι το ση­μείο που θα κι­νή­σει συ­νει­δή­σεις και θα σπεί­ρει πρα­κτι­κές (σ.44).
«Θα βά­λει τα πράγ­μα­τα να δου­λέ­ψουν» α­πά­ντη­σαν αυ­τοί. «Εί­ναι ό,τι χρειά­ζε­ται η Γερ­μα­νία για να δου­λέ­ψει» εί­πα­ν… «Ωραία α­πά­ντη­ση, α­πό ά­σχε­τους για ά­σχε­τους» σκέ­φτη­κα ε­γώ. Η κα­λύ­τε­ρα, εί­χαν μπερ­δέ­ψει τη διοί­κη­ση ε­πι­χει­ρή­σεων με την πο­λι­τι­κή. Ή τον ι­διω­τι­κό βίο με τα κοι­νά (σ.154).
Ο σκο­πός ο ί­διος: να νι­κή­σουν τις ου­το­πίες, να υ­πο­τά­ξουν (και να ε­πι­τά­ξουν) τα κοι­νά, σε ευέ­λι­κτους μο­νό­δρο­μους, πε­ρι­φραγ­μέ­νους με α­γο­ραίους ορ­θο­λο­γι­σμούς…Μια α­το­μι­κι­στι­κή και ευέ­λι­κτη στά­ση ζωής, ερ­γα­λεια­κή και χρη­σι­μο­θη­ρι­κή ε­πα­νι­δρύε­ται…μια ζωή μο­να­ξιάς και μα­ταίω­σης (σ.183).
Στους «ρε­α­λι­στές»… η λύ­ση θα έρ­θει α­πό πρό­σω­πα. Πι­στεύουν σε η­γέ­τες. Κά­ποιοι, λί­γο πιο λε­πτοί, πι­στεύουν σε τε­χνο­κρά­τες. Σε κα­λύ­τε­ρους ει­δι­κούς … Άλλοι προ­τι­μούν την πρά­ξη. Την αυ­τάρ­κεια α­γα­θών για πα­ρά­δειγ­μα, τον ε­πα­να­προσ­διο­ρι­σμό των σχέ­σεων, των α­να­γκών και των θε­σπί­σεων, την κοι­νό­τη­τα. Εί­ναι κι αυ­τό πο­λι­τι­κό βε­βαίως. Ίσως το πιο ω­ραίο. Θα γί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο πο­λι­τι­κό, ό­ταν θα χρεια­στείς να το υ­πε­ρα­σπι­στείς (σ.172).

Πηγή: epohi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου