Με αφορμή το βιβλίο “Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής” του Μ. Καραγιάννου
Του Αλέξανδρου Κιουπκιολή
Μια περίεργη αντιστροφή αυτής της θεώρησης συντελείται στη σκέψη στοχαστών όπως ο Κ. Καστοριάδης και, στις μέρες μας, ο Σ. Ζίζεκ και ο Α. Μπαντιού, που επικαλούνται την απρόβλεπτη ανάδυση του «ριζικά νέου» ή την απρογραμμάτιστη ρήξη του συμβάντος. Για τον Καστοριάδη και τον Μπαντιού, η επαναστατική κοινωνική μεταμόρφωση δεν θα έρθει με την ηγεμονική άνωθεν χειραγώγηση, αλλά μέσα από μια διαδικασία φαντασιακής δημιουργίας που γίνεται αιφνίδια, απρόσμενα και ρηξικέλευθα, ή με ένα ομοίως απροσδόκητο «συμβάν» που θα πρέπει να αναπτυχθεί στη συνέχεια σε όλες του τις συνέπειες από ένα σχήμα πολιτικής οργάνωσης. Εν ολίγοις, ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός προϋποθέτει είτε την έξωθεν και άνωθεν επέμβαση στο κοινωνικό σώμα ή ένα οιονεί θαύμα, το οποίο δεν προγραμματίζεται, δεν προετοιμάζεται, δεν κυοφορείται από το κοινωνικό αυτό σώμα της καθημερινής ζωής, αλλά έρχεται πάλι να το διαρρήξει και μεταμορφώσει ως μια ριζικά έξωθεν τομή, παρότι βέβαια πηγή αυτής της τομής είναι εν τέλει η συλλογική δράση.
Υποπολιτική των αδυνάτων
Υπάρχει, ωστόσο, ένα υπόγειο εναλλακτικό ρεύμα στην πολιτική και ιστορική σκέψη που αντιλαμβάνεται την κοινωνική αναμόρφωση με διαφορετικούς όρους, με άλλους χρόνους και σε άλλους χώρους. Αυτοί οι όροι επιτρέπουν να αποφύγουμε σε επίπεδο πολιτικής στρατηγικής την αποκλειστική επιλογή ανάμεσα στην πολιτική της ηγεσίας (και συνεπώς μιας χειραγώγησης που δεν χειραφετεί τα κοινωνικά υποκείμενα) και την πολιτική του θαύματος (και άρα μιας αναμονής που μπορεί να καλλιεργήσει την αδράνεια και την παθητικότητα). Μια γραμμή που ξεκινά από τον αναρχικό Π. Κροπότκιν και τον ελευθεριακό σοσιαλιστή Λαντάουερ και φτάνει ως τον Ντε Σερτό και τον σημαίνοντα σύγχρονο κοινωνιολόγο Τζέιμς Σκοτ, διακρίνει τις διαδικασίες και τις κινήσεις της κοινωνικής αλλαγής στον ιστό της καθημερινής κοινωνικής ζωής, στις πρόσωπο με πρόσωπο αλληλεπιδράσεις, σε αφανείς ή διάσπαρτους θύλακες που κτίζουν σταδιακά διαφορετικούς τύπους σχέσεων, σε παράλληλες ανταγωνιστικές πραγματικότητες και διαδράσεις των υποτελών. Έτσι ο Σκοτ ανιχνεύει σε συνθήκες μεγάλης κοινωνικής ανισότητας, όπως η δουλεία στον αμερικανικό Νότο, «κρυφές μεταγραφές» της καθεστηκυίας τάξης: μια άλλη, ανταγωνιστική, κριτική ανάγνωση και βίωση της πραγματικότητας από τους μαύρους σκλάβους που περιγελούν τα αφεντικά τους, οραματίζονται και εν μέρει ζουν στις μεταξύ τους σχέσεις άλλους κοινωνικούς κόσμους, στις δικές τους «γωνίες», πίσω από τις πλάτες των κυρίων τους. Καθημερινές πράξεις που παραμένουν εν μέρει στην αφάνεια, όπως σατιρικά τραγούδια και χλεύη για τα αφεντικά, μικροκλοπές ή σκόπιμες αμέλειες στην καταναγκαστική εργασία, συνιστούν ένα κουβάρι μικρο-αντιστάσεων που διαπλάθουν άλλες υποκειμενικότητες αντίστασης και δυνητικής απελευθέρωσης. Οι μικροαντιστάσεις ενισχύονται και συγκροτούν εναλλακτικούς κοινωνικούς δεσμούς εφόσον εντάσσονται σε έναν κοινό «κρυφό» κόσμο των υποτελών και στηρίζονται στην αμοιβαία συνεννόηση και συνεργασία. Τέτοιες μορφές καθημερινής, λαθραίας κοινωνικής ανυπακοής αποτελούν τη λεγόμενη «υποπολιτική των αδυνάτων» κατά τον Σκοτ, η οποία προλειαίνει το έδαφος για τις ξαφνικές εκρήξεις της αντίστασης και της ανατροπής, όταν οι ανταγωνιστικές κρυφές μεταγραφές της κυρίαρχης πραγματικότητας έρχονται στο φως για να την αμφισβητήσουν και να την αλλάξουν ριζικά.
Στο υπέδαφος των ανταγωνιστικών πολιτικών μπορεί να ανιχνεύσει κανείς υπ’ αυτό το πρίσμα ένα δυσδιάκριτο, αλλιώς, πλούτο διεργασιών μικρών και μεγάλων εξεγέρσεων, που άλλες είναι περισσότερο αρνητικές και άλλες εκβάλλουν σε δημιουργικές αντιστάσεις-προτυπώσεις ενός διαφορετικού κόσμου.
Οργανική παρέμβαση
Κάπως έτσι μπορούμε να καταλάβουμε την ανταγωνιστική κουλτούρα της εξισωτικής αυτοοργάνωσης που αναδύθηκε «αίφνης» σε ξεσπάσματα όπως εκείνο του Δεκέμβρη του ’08 ή των Αγανακτισμένων του ’11, μια κουλτούρα που δεν γεννιέται ως εκ θαύματος στη στιγμή, αλλά προετοιμάζεται στους δικούς τους χρόνους και χώρους, στα «υπόγεια», τους δρόμους και τις καθημερινές διαδρομές της ζωής των πολλών. Σε αυτό το πεδίο εντάσσουμε σήμερα και όλες τις πολυάριθμες, αυθόρμητες και αποκεντρωμένες πρωτοβουλίες της αλληλέγγυας οικονομίας που λίγο-λίγο οικοδομούν αθόρυβα και χωρίς δημοσιότητα τα σχήματα ενός άλλου κοινωνικού βίου, πέρα από το κυρίαρχο καθεστώς. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να εντάξουμε, και να εκτιμήσουμε, πολλαπλά εγχειρήματα καλλιτεχνικού ακτιβισμού και έργα με χαμηλό προφίλ, αλλά υπόγεια πολιτική δυναμική, όπως τα «Ημερολόγια μιας ενδιαφέρουσας εποχής» του Μάρκου Καραγιάννου (εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2012). Παρεμβαίνουν οργανικά στο σύνθετο πλέγμα των κοινωνικών αντιλήψεων και συναισθημάτων για να συμβάλουν στη δημιουργία ενός άλλου κοινού νου, μιας άλλης αισθητικής αντίληψης και κριτικής ευαισθησίας, και να ενισχύσουν τις διαδικασίες συγκρότησης άλλων κοινωνικών υποκειμένων και σχέσεων στα βάθη και τα πλάτη της καθημερινής ζωής.
Ενδεικτική σταχυολόγηση
Τα Ημερολόγια καταγράφουν με απλό, εύληπτο, αλλά αιχμηρό και εύστοχο τρόπο, σκέψεις και συναισθηματικές αντιδράσεις στη σκαιά πραγματικότητα της ελληνικής κρίσης. Εντάσσονται αρμονικά στη βιωματική καθημερινότητα των πολλών αλλά συντείνουν στην κριτική και δημιουργική επεξεργασία της, μεταφέροντας χωρίς τυμπανοκρουσίες άμεσα κατανοητά νοήματα και συναισθήματα που προωθούν τη ρήξη με το κυρίαρχο σήμερα και την προετοιμασία του καλύτερου αύριο. Τα μηνύματα είναι θεωρητικά ενημερωμένα, και μάλιστα με ό,τι πιο σύγχρονο στην κριτική πολιτική σκέψη. Αλλά είναι γειωμένα και ενσωματωμένα σε έναν καθημερινό, κατανοητό λόγο που μπορεί να μιλήσει σε ένα μεγαλύτερο ακροατήριο χωρίς να κάνει εκπτώσεις. Αυτές είναι οι στιγμές όπου ο σύνθετος, αφηρημένος και τεχνικός λόγος της κριτικής θεωρίας είναι πράγματι σκόπιμο να παραχωρεί το βήμα σε άλλους εκπροσώπους του, με άλλο ύφος και τόνο φωνής. Αυτό θα κάνουμε κι εδώ με μια ενδεικτική σταχυολόγηση από τα Ημερολόγια του Μάρκου:
Η πράξη όμως χρειάζεται σκέψη. Χρειάζεται δικούς της χρόνους. Ο χρόνος δεν υπάρχει. Αυτοί προσπαθούν να επιβάλουν νέους χρόνους, χρόνους που κλείνουν τη συναίνεση στα ερωτήματα που αυτοί θέτουν (σ.17).
Ο ορισμός της πραγματικότητας είναι πεδίο μάχης. Πίσω, στα βασικά, στους ορισμούς, για να περάσουμε με συγκροτημένα όπλα στην αντεπίθεση και στη διεκδίκηση. Να διευρύνουμε την πραγματικότητα και να ζήσουμε με βάση τις αντιφάσεις της και την παραδοχή τους (σ.30). Συζητήσεις σε χωριά… Θετικό: υπάρχει χώρος για ιδέες. Υπάρχει όμως δυσπιστία και θέληση να διατηρηθεί ο ίδιος τρόπος ζωής που αναπαράγει την καταστροφή. Η πράξη και η γενίκευση των πράξεων που θα φέρουν οι ιδέες θα είναι το σημείο που θα κινήσει συνειδήσεις και θα σπείρει πρακτικές (σ.44).
«Θα βάλει τα πράγματα να δουλέψουν» απάντησαν αυτοί. «Είναι ό,τι χρειάζεται η Γερμανία για να δουλέψει» είπαν… «Ωραία απάντηση, από άσχετους για άσχετους» σκέφτηκα εγώ. Η καλύτερα, είχαν μπερδέψει τη διοίκηση επιχειρήσεων με την πολιτική. Ή τον ιδιωτικό βίο με τα κοινά (σ.154).
Ο σκοπός ο ίδιος: να νικήσουν τις ουτοπίες, να υποτάξουν (και να επιτάξουν) τα κοινά, σε ευέλικτους μονόδρομους, περιφραγμένους με αγοραίους ορθολογισμούς…Μια ατομικιστική και ευέλικτη στάση ζωής, εργαλειακή και χρησιμοθηρική επανιδρύεται…μια ζωή μοναξιάς και ματαίωσης (σ.183).
Στους «ρεαλιστές»… η λύση θα έρθει από πρόσωπα. Πιστεύουν σε ηγέτες. Κάποιοι, λίγο πιο λεπτοί, πιστεύουν σε τεχνοκράτες. Σε καλύτερους ειδικούς … Άλλοι προτιμούν την πράξη. Την αυτάρκεια αγαθών για παράδειγμα, τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων, των αναγκών και των θεσπίσεων, την κοινότητα. Είναι κι αυτό πολιτικό βεβαίως. Ίσως το πιο ωραίο. Θα γίνει περισσότερο πολιτικό, όταν θα χρειαστείς να το υπερασπιστείς (σ.172).
Πηγή: epohi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου