Η συζήτηση για το μετασχηματισμό του ΣΥΡΙΖΑ απασχολεί τις διαδικασίες του αυτή την περίοδο. Ποιο είναι όμως το βάθος της συζήτησης που διεξάγεται; Η συζήτηση γίνεται ελλείψει μιας θεωρίας αλλά και μιας πολιτικής για το φορέα και τη μορφή του. Έτσι, εύκολα, είτε ξεπέφτει στη σύγκριση ή την αντιπαραβολή με κάποια μοντέλα (ΚΚΕ και ΚΚΕ-εσ. της μεταπολίτευσης, Συνασπισμός κλπ.) που δεν μπορούν να απαντήσουν το ζήτημα, είτε επικεντρώνεται σε ορισμένα μόνο οργανωτικά θέματα και μέτρα. Όταν μάλιστα αυτά εντοπίζονται με κριτήριο κύρια τους εσωτερικούς συσχετισμούς της στιγμής και ξεχνιέται το έργο που πρέπει να επιτελέσει αυτός ο φορέας και η σχέση του ευρύτερα με την κοινωνία, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περιοριστικά. Από αυτή την άποψη θα είχε ενδιαφέρον η μελέτη και άλλων εμπειριών ή συνεισφορών στο θέμα. Η εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς δημοσίευσε ένα άρθρο του Ιταλού διανοητή Μίμο Πορκάρο που γράφτηκε το 2006. Το άρθρο προσεγγίζει τη διαλεκτική σχέση του «τυπικού κόμματος» με αυτό που περιγράφει ως «πραγματικό κόμμα» και την έννοια του «συνεκτικού κόμματος» σε σχέση με τα κινήματα και το σύγχρονο ρόλο τους.
***
Η βασική λειτουργία των κομμάτων του εργατικού κινήματος, των αγροτικών και λαϊκών κινημάτων, υπήρξε αυτή του μετασχηματισμού ενός μεγάλου μέρους των υποτελών τάξεων σε (δυνητικά ή πραγματικά) ηγεμονικές.
Αυτή η βασική λειτουργία προωθούνταν μέσα από διάφορες δευτερεύουσες λειτουργίες: την κοινωνικοποίηση των μαζών, τη συγκρότηση δικτύων συνεταιριστικής οικονομίας, την πολιτιστική παραγωγή, την ιδεολογική προπαγάνδα, την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, την πολιτική καθοδήγηση.
Όμως από την αρχή έγινε αντιληπτό πως όλες αυτές οι λειτουργίες δεν είναι δυνατόν να προωθούνται μόνο από το κόμμα. Αυτές προωθούνται (μερικά ή συνολικά) και από άλλους οργανισμούς, κάποτε προϋφιστάμενους του κόμματος που στην πορεία απέκτησαν μια σχέση μαζί του (ΣτΜ. εξάρτησης, ένταξης), κάποτε πάλι, δημιουργημένοι από το κόμμα διατηρώντας όμως μια σχετική αυτονομία από αυτό.
Έτσι, από την αρχή, το «καθεαυτό» κόμμα, δηλαδή ο φορέας που εγγυάται το μετασχηματισμό των υποτελών τάξεων σε ηγεμονεύουσες τάξεις, «χωρίζεται στα δύο». Από τη μια μεριά υπάρχει το τυπικό κόμμα, που λειτουργεί σύμφωνα με ένα καταστατικό που έχει συγκεκριμένες διαδικασίες εγγραφής μελών, με μια ιδεολογική ταυτότητα και ένα συγκεκριμένο όνομα (π.χ. ΚΚΙ). Όμως, παράλληλα με αυτό, υπάρχει το πραγματικό κόμμα που αποτελείται από ένα ή περισσότερα τυπικά κόμματα και από όλους τους άλλους οργανισμούς (εθνικού ή υπερεθνικού επιπέδου) που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επιτελούν λειτουργίες κόμματος: σύλλογοι, συνδικάτα, συνεταιρισμοί, πολιτιστικές ομάδες, εφημερίδες και εκδοτικοί οίκοι, κύκλοι διανοουμένων, ακόμη και κομμάτια του κρατικού μηχανισμού. Οι διαφορετικοί οργανισμοί που συνθέτουν το πραγματικό κόμμα δεν συνδέονται με ένα καταστατικό, αλλά σε μια πολιτική βάση (ΣτΜ. vincolo politico), λιγότερο σταθερή και πιο ευέλικτη, που εύκολα μπορεί να αλλάζει.
Η πορεία κάθε τυπικού κόμματος μπορεί να ερμηνευτεί μόνο σε συνάρτηση με τη δραστηριότητα του πραγματικού κόμματος στο οποίο εντάσσεται. Για παράδειγμα, θα ήταν αδύνατο να κατανοήσουμε την ιστορία της τελευταίας περιόδου του ΚΚΙ, χωρίς να μελετήσουμε το ρόλο της «αστικής προοδευτικής» εφημερίδας La Repubblica, που σε κάποιες κρίσιμες στιγμές λειτούργησε ως πολιτική διεύθυνση στο εσωτερικό του κόμματος, προωθώντας παράλληλα μια ιδεολογική προπαγάνδα προς τα έξω. Ή ακόμη την παλαιότερη ιστορία του, χωρίς να αναφερθούμε στην επίδραση του ΚΚΣΕ ή στην παρουσία φιλοκομμουνιστικών τάσεων στο εσωτερικό του Σοσιαλιστικού Ιταλικού Κόμματος που κι αυτές αποτελούσαν συνιστώσες του πραγματικού κόμματος που κινούνταν στις παρυφές του ΚΚΙ.
Και επίσης, τη δύσκολη μετάβαση που ξεκίνησε μετά το 1989 δεν την διαχειρίστηκαν τα τυπικά κόμματα (που τότε αντιμετώπιζαν βαθύτατη κρίση) αλλά αυτό που ορίζουμε ως πραγματικό κόμμα, που αποτελούνταν από τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων (την Κονφιντούστρια), μερικά υπουργεία (ειδικά σχετικά με την οικονομία), από τα συνδικάτα, από εφημερίδες, τμήματα κομμάτων και ένα τμήμα πολιτικών. Ένα πραγματικό κόμμα που το επιτελικό κέντρο του βρισκόταν στην Ιταλική Τράπεζα.
Η σχέση ανάμεσα στο τυπικό και το πραγματικό κόμμα
Η παρουσία του πραγματικού κόμματος γίνεται πιο ορατή σε περιόδους κοινωνικής κρίσης και ασυγχρονίας των κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών εκπροσώπησης (η ιδέα του πραγματικού κόμματος ωρίμασε μέσα μου μελετώντας τις σελίδες που αφιερώνει ο Γκράμσι στην πολιτική κρίση της Ιταλίας). Όμως, το πραγματικό κόμμα δεν συγκροτείται μόνο σε περιόδους κρίσης, μάλλον θα έλεγε κανείς πως είναι η «κανονική» λειτουργία ενός δοσμένου κοινωνικού συστήματος. Είναι απότοκο πολύπλοκων κοινωνικών διεργασιών: κάποιων ιδιαιτεροτήτων (π.χ. ανάγκη ειδικών) που καθιστούν αδύνατη τη διαχείριση της κοινωνίας μόνο με τις γνώσεις που διαμορφώνονται στο κόμμα ή στο κράτος, τον πολλαπλασιασμό των κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων, της πολιτικοποίησης πολλών πλευρών της ζωής. Όλα αυτά συντελούν ώστε η πολιτική να ξεπηδάει από παντού και να μπορεί να ερμηνευτεί ακόμη και από όποιον δεν εμφανίζεται εξ αρχής ως «γενικό» υποκείμενο. Και τροποποιούνται έτσι οι αντιλήψεις για ένα μοναδικό πολιτικό υποκείμενο.
Κάθε σημαντικό κόμμα, δηλαδή κάθε κόμμα που παίζει καθοριστικό ρόλο στο εσωτερικό της κοινωνίας, είναι λοιπόν πάντα ένα πραγματικό κόμμα. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε δεν έχει καμία πιθανότητα να έχει την ηγεμονία. Από την άλλη μεριά, το πραγματικό κόμμα αποτελείται σχεδόν πάντα από ένα ή περισσότερα τυπικά κόμματα, αλλά μπορεί, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, να μη συμβαίνει αυτό και να φτιάχνει για τις ανάγκες της συγκυρίας συντονιστικά και επιτελεία ad hoc, λιγότερο ή περισσότερο σταθερά ή ευέλικτα. Προφανώς η παρουσία αποτελεσματικών τυπικών κομμάτων μπορεί να ενισχύσει το πραγματικό κόμμα, όμως μόνο στην περίπτωση που αυτά είναι σε θέση να αξιολογήσουν αποτελεσματικά τις δυνατότητες που τους προσφέρει το πραγματικό κόμμα.
Η ιστορία των κομμάτων είναι η ιστορία της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο τυπικό και το πραγματικό κόμμα. Και εννοούμε μια διαλεκτική «σχεδόν χεγκελιανή» με την έννοια ότι, ακριβώς για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που του ανάθεσε η κοινωνία, που δεν μπορεί να φέρει σε πέρας μόνο του, το τυπικό κόμμα χρειάζεται να συνδεθεί με το «αντίθετό» του, δηλαδή με το πραγματικό κόμμα. Μπορούμε να πούμε πως η πρόσφατη εξέλιξη των κομμάτων σηματοδοτεί τη νίκη του πραγματικού επί του τυπικού κόμματος, από την άποψη ότι, λόγω των βαθιών κοινωνικών διεργασιών που προαναφέραμε, οι δομές που είναι διαφορετικές από το τυπικό κόμμα γίνονται όλο και πιο βαρύνουσες και αυτόνομες, όλο και πιο ικανές για πολιτική δράση. Ακόμη και η πολιτική ηγεσία των κομμάτων είναι όλο και περισσότερο αποτέλεσμα της διαρκούς μεσολάβησης ανάμεσα στους διάφορους οργανισμούς του πραγματικού κόμματος, που ο καθένας έχει τη δική του στρατηγική. Και τούτο ισχύει τόσο για τα «αστικά» όσο και για τα «προλεταριακά» κόμματα.
Στο πλαίσιο αυτό, τα παλιά και τα νεότερα τυπικά κόμματα που συμμετέχουν ή πρόκειται να συμμετάσχουν στο «μέτωπό» μας, μάλλον θα πρέπει να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζω «συνεκτικό μαζικό κόμμα». Θα εξηγήσω τι εννοώ με τον ορισμό αυτόν.
Από κόμματα μαζών, οργανισμοί κορυφής
Τα εργατικά κόμματα και γενικότερα τα αριστερά κόμματα του 20ού αιώνα, σε γενικές γραμμές είχαν την εξής εξέλιξη. Γεννήθηκαν σαν κόμματα των μαζών, δηλαδή σαν κόμματα που είχαν κύριο στόχο να κοινωνικοποιήσουν τις μάζες και να τις βοηθήσουν να πρωταγωνιστήσουν στους κρατικούς θεσμούς για να τους τροποποιήσουν ριζικά. Λίγο-λίγο η δραστηριότητα των κομμάτων προσανατολίστηκε στις εκλογικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα αυτά να μετατραπούν σε εκλογικούς μαζικούς σχηματισμούς, παραχωρώντας σε άλλες δομές (μαζικούς φορείς, δημόσιο σχολείο, τηλεόραση) τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης. Ως αποτέλεσμα αυτής της αντίληψης, το μαζικό εκλογικό κόμμα μετατρέπεται αποκλειστικά σε εκλογικό κόμμα: τα καθήκοντα ανάλυσης της πραγματικότητας, της προπαγάνδας κ.λπ., που προηγούμενα προωθούσαν τα κομματικά μέλη, τώρα προωθούνται από επαγγελματίες και ειδικούς, που συχνά δεν είναι καν μέλη του κόμματος.
Στο τέλος αυτής της διαδικασίας τα κόμματα παρουσιάζονται ως στενοί οργανισμοί κορυφής, αρχηγοκεντρικοί οργανισμοί, με ισχυρή την παρουσία των κοινοβουλευτικών ομάδων και γενικά όλων όσων συμμετέχουν σε θεσμικά όργανα. Οι λειτουργίες κοινωνικοποίησης έχουν εγκαταλειφτεί εντελώς. Η θεωρητικο-πολιτιστική επεξεργασία, η μελέτη της κοινωνίας και η προπαγάνδα αφήνονται σταδιακά σε εξωκομματικούς υπεύθυνους. Τα κόμματα εξακολουθούν να παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην επιλογή των πολιτικών προσώπων και στη νομιμοποίησή τους διά μέσου των εκλογών, στην απορρόφηση και διάθεση κονδυλίων (κι αυτό τους δίνει μεγάλη εξουσία). Αλλά (κι αυτό είναι ένα βασικό κριτήριο αξιολόγησης της απήχησης των κομμάτων στην κοινωνία), το πολιτικό προσωπικό προέρχεται όλο και λιγότερο από το κόμμα και όλο και περισσότερο από τις επιχειρήσεις, από τον κρατικό μηχανισμό, από την «κοινωνία των πολιτών».
Ακόμη και τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς δεν ξεφεύγουν από αυτό το πλαίσιο: αν και εμφανίζονται τυπικά σαν κόμματα μαζών, δεν είναι πια τέτοια. Κι όχι μόνο επειδή είναι μικρά: αλλά κύρια επειδή η κοινωνικοποίηση των μαζών εξελίσσεται αλλού, και αυτά υποδέχονται κυρίως ενεργά μέλη, ενώ τα απλά μέλη, δηλαδή όσοι πλαισιώνουν το κόμμα σχεδόν αποκλειστικά για λόγους πολιτιστικούς και κοινωνικούς, γίνονται όλο και λιγότερα. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ακόμη κι αν λειτουργούν τυπικά σαν μαζικά κόμματα, συχνά είναι «σύγχρονα κόμματα στελεχών» που αναθέτουν σε εξωτερικούς παράγοντες πολλές από τις λειτουργίες που παραδοσιακά χαρακτήριζαν ένα μαζικό κόμμα. Στις συνθήκες αυτές, τα κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν δύο επιλογές: Ή να προσπαθήσουν να ξαναγίνουν πραγματικά μαζικά κόμματα ή να συνειδητοποιήσουν ότι έχουν πάψει πια να αποτελούν το μοναδικό κέντρο κοινωνικοποίησης και το μόνο χώρο πολιτικής δράσης και έτσι να επιλέξουν τη λειτουργία συνεκτικής σύνδεσης των διάφορων αυτόνομων δομών όπου σήμερα διαρθρώνεται η πολιτική ζωή. Αυτή η δεύτερη επιλογή (που στις σημερινές συνθήκες και στον γεωγραφικό μας χώρο μοιάζει πιο ρεαλιστική) χαρακτηρίζει το συνεκτικό κόμμα, που βοηθά στη σύσφιγξη πολιτικών δεσμών ανάμεσα στους διάφορους οργανισμούς που συναποτελούν το πραγματικό κόμμα.
Συνάντηση με τις κινηματικές δομές
Η οικοδόμηση των συνεκτικών κομμάτων ευνοείται από τις παράλληλες διαδικασίες μετασχηματισμού των κινημάτων. Τα κινήματα δεν είναι πια ένας προσωρινός σχηματισμός που ή θα διαχυθεί στην κοινωνία ή θα μετασχηματιστεί σε κόμμα. Μάλλον είναι προϊόν της δυναμικής διαφόρων μορφών συλλογικοτήτων, διαφόρων φορέων επιφορτισμένων με πολλά καθήκοντα που πριν ήταν χαρακτηριστικά των κομμάτων. Πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός πως η διαφορά ανάμεσα στα τυπικά κόμματα και αυτούς τους θεσμούς κινήματος δεν βρίσκεται στο ότι τα πρώτα έχουν σταθερό και τα δεύτερα μεταβατικό χαρακτήρα, ούτε στο ότι τα πρώτα ασχολούνται με «γενικά» ζητήματα ενώ τα δεύτερα με εξειδικευμένα. Όπως αποδεικνύουν τα κινήματα των τελευταίων ετών, πολύ συχνά οι κινηματικές δομές είναι σταθερές και διαρκούν στο χρόνο και έχουν τη δυνατότητα γενικεύσεων. Κι αυτό είτε επειδή έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά ήδη από τη γέννηση τους, είτε γιατί αντιλαμβάνονται αυτή την αναγκαιότητα στην πορεία της δράσης τους. Η διαφορά μάλλον βρίσκεται στο ότι τα πρώτα είναι κύρια προσανατολισμένα στον μετασχηματισμό του κράτους, ενώ τα δεύτερα στους συγκεκριμένους και άμεσους κοινωνικούς μετασχηματισμούς.
Η νέα πολιτική μορφή του εργατικού, αλλά και του κινήματος κοινωνικής χειραφέτησης, το σύγχρονο πραγματικό κόμμα που θα επιτρέψει στις καταπιεσμένες τάξεις και άτομα να καταστούν προοδευτικά ικανά να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους, όσο αυτό είναι δυνατόν, θα γεννηθεί από τη συνάντηση συνεκτικών μαζικών κομμάτων και κινηματικών δομών ικανών για πολιτική πρωτοβουλία. Μια διασταύρωση που πρέπει να γίνει με μια αναγκαστική προϋπόθεση: ότι καμία από τις συνιστώσες του πραγματικού κόμματος δεν έχει εξ ορισμού ηγετική λειτουργία. Η συνεκτικότητα των στοιχείων του πραγματικού κόμματος μπορεί να γίνει τόσο από το τυπικό κόμμα (σαν συνεκτικό κόμμα) όσο κι από τη μία ή την άλλη δομή κινήματος: Πράγματι όλοι είναι ικανοί, σε γενικές γραμμές, να «καθοδηγήσουν» ανάλογα με τις περιστάσεις, το σύνολο όσων συμμετέχουν στο πραγματικό κόμμα.
Εδώ πρέπει να υπογραμμίσω πως σε αυτή την πληθώρα παραγόντων και ιδεολογικού και οργανωτικού πλουραλισμού (που είναι αναγκαία, αν και μη ικανή, συνθήκη για δημοκρατία στο εσωτερικό καθεμιάς συνιστώσας του πραγματικού κόμματος), η παρουσία ηγετικών ομάδων, μόνιμων ή προσωρινών, ικανών να προσανατολιστούν και να παρέμβουν σε κρίσιμες στιγμές της κοινωνικής και πολιτικής συγκυρίας (που αποτελεί τυπικό χαρακτηριστικό μιας πρωτοπορίας), δεν είναι απειλή, αλλά αντίθετα ένα πλεονέκτημα επιπλέον. Ο ρόλος της πολιτικής καθοδήγησης, όταν δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο μιας δομής (όπως ένα κόμμα) και δεν δημιουργεί μια κάστα ηγετών που δεν τολμάει να κουνήσει κανείς από τη θέση τους, μπορεί να προωθηθεί τελικά χωρίς το φόβο ότι θα δημιουργήσει αναγκαστικά συγκέντρωση εξουσίας σαν αυτή που τόσο έβλαψε στο παρελθόν το εργατικό, το σοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό κίνημα.
Στις σημερινές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες μπορούμε τελικά να αξιολογήσουμε ένα φαινόμενο που εκδηλώθηκε σε κάθε πολιτική εμπειρία, που αντιμετωπίστηκε πάντα δύσπιστα. Δηλαδή, το σχηματισμό ηγετικών ομάδων «της περιόδου», χωρίς ουσιαστικό υπόβαθρο, αποτελούμενων από μέλη διάφορων κομμάτων και συλλογικοτήτων που δεν προωθούν πάντα τη θέληση και τις θέσεις αυτών των κομμάτων ή συλλογικοτήτων, αλλά για τούτο εκφράζουν με μεγαλύτερη ευφυΐα και ελαστικότητα τις ανάγκες μιας δοσμένης πολιτικής συγκυρίας. Ηγετικές ομάδες που, την εποχή των μονοκεντρικών οργανώσεων αντιμετωπίζονταν σαν σημάδι κρίσης αυτών των οργανώσεων, αλλά σήμερα αντιπροσωπεύουν τη φυσιολογική λειτουργία του νέου πλουραλιστικού πολιτικού υποκειμένου.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα
Η πληθώρα πολιτικών και κοινωνικών συντελεστών, πλεονέκτημα που πρέπει να ενισχυθεί
Ανάλογα με τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες συγκροτείται, το συνεκτικό κόμμα που προανέφερα μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Αναφέρω μόνο δύο παραδείγματα: Ένα είναι το PSOL (Partito Socialismo e Libertà = Κόμμα Σοσιαλισμός και Ελευθερία, που συγκροτήθηκε πρόσφατα στη Βραζιλία στα αριστερά του Εργατικού Κόμματος-PT) και το άλλο είναι το ιταλικό σχέδιο για την Ευρωπαϊκή Αριστερά, που γεννιέται με πρωτοβουλία του Κόμματος Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και άλλων πολιτικών και κοινωνικών υποκειμένων.
Το PSOL εμφανίζεται σαν μια αξιοποίηση του πραγματικού κόμματος. Είναι ένα κόμμα σχετικά μικρό, που όμως διαδίδει-διαχέει δικά του αποσπάσματα σε όλους τους οργανισμούς του πραγματικού κόμματος, όχι για να τους καπελώσει ή ηγεμονεύσει, αλλά για να συμβάλει στο διάλογο και τη μεταξύ τους σχέση. Η διάχυση τμημάτων του κόμματος στις διάφορες κινηματικές συλλογικότητες, εφικτή επειδή ακριβώς το κόμμα αναγνωρίζει την απόλυτη πολιτική τους αυτονομία, επιτρέπει να πολλαπλασιάζεται η επιρροή του κόμματος, πολύ περισσότερο από τις μικρές του δυνάμεις.
Αντίθετα, η Ευρωπαϊκή Αριστερά παρουσιάζεται σαν μια μορφή εσωτερίκευσης του πραγματικού κόμματος: αυτή προσπαθεί να συμπεριλάβει μέσα στο ίδιο θεσμικό-επίσημο καταστατικό κέλυφος, διαφορετικές συλλογικότητες που διατηρούν την αυτονομία και τα κοινωνικά τους περιεχόμενα. Η προσχώρηση στο κόμμα δεν έχει ατομικό χαρακτήρα: εντάσσεται κανείς στην Ευρωπαϊκή Αριστερά προσχωρώντας σε μια από τις συνιστώσες της.
Προφανώς οι καταστατικές αρχές της Ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι «ευρύχωρες» και ελαστικές και αυτή δεν έχει πρόθεση να ενσαρκώσει ή να «εκφράσει» το σύνολο του πραγματικού κόμματος.
Και στις δύο περιπτώσεις, παραμένει ζωντανή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε τυπικό και πραγματικό κόμμα, και στις δύο περιπτώσεις η θετική προώθηση του σχεδίου εξαρτάται από την ικανότητα να αναγνωρίσει κανείς την πληθώρα των κοινωνικών και πολιτικών συντελεστών όχι σαν περιορισμό (όπως συνέβαινε στο μαζικό κόμμα, που ήθελε να απορροφήσει όλους τους άλλους) αλλά σαν ένα πλεονέκτημα που πρέπει να ενισχυθεί.
Προφανώς οι καταστατικές αρχές της Ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι «ευρύχωρες» και ελαστικές και αυτή δεν έχει πρόθεση να ενσαρκώσει ή να «εκφράσει» το σύνολο του πραγματικού κόμματος.
Και στις δύο περιπτώσεις, παραμένει ζωντανή η διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε τυπικό και πραγματικό κόμμα, και στις δύο περιπτώσεις η θετική προώθηση του σχεδίου εξαρτάται από την ικανότητα να αναγνωρίσει κανείς την πληθώρα των κοινωνικών και πολιτικών συντελεστών όχι σαν περιορισμό (όπως συνέβαινε στο μαζικό κόμμα, που ήθελε να απορροφήσει όλους τους άλλους) αλλά σαν ένα πλεονέκτημα που πρέπει να ενισχυθεί.
Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση
Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς
Πηγή: Δρόμος της Αριστεράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου