Οι αγρότες μία ακόμη φορά διατρανώνουν την επίλυση των προβλημάτων τους και διεκδικούν τη βιωσιμότητα της αγροτικής οικονομίας. Αν και παλαιότερα ασχοληθήκαμε με το θέμα, ας δούμε ορισμένες βασικές πτυχές στα δίκαια αιτήματά τους, αλλά τόσο ευκαιριακά και αποσπασματικά. Το ζήτημα όμως δεν είναι τα δίκαια αιτήματα, αλλά η απουσία συνολικής στρατηγικής για τον αγροτικό κόσμο.
Του Δήμου Χλωπτσιούδη
Ο αγροτικός κόσμος μαραζώνει κάτω από την ολιγοπωλιακή πίεση των "μεσαζόντων" (που είναι νομικά κατοχυρωμένοι), κάθε στρέμμα (βραχώδες ή ποτιστικό, παραγωγικό ή εγκαταλελειμμένο) φορολογείται υποχρεώνοντας τους ιδιοκτήτες να τα πουλήσουν για δεκάρες (δεδομένης της ιδιωτικοποίησης της Αγροτικής Τράπεζας) γεννώντας τσιφιλικάδες/επιχειρηματίες αγρότες τη στιγμή που η αγροτική παραγωγή περιορίζεται σε εξωτικά είδη με τον ευκαιριακό ορίζοντα της εξαγωγής και ενώ ο αγροτικός κόσμος στόχο έχει τον αστικό καταναλωτισμό. Και όλα αυτά τη στιγμή που ήδη επιβαρύνεται οικονομικά κάθε αγρότης λόγω την πολιτικής μονόπλευρης λιτότητας, αδυνατώντας να πουλήσει έστω και σε εξευτελιστικές τιμές τα αγαθά του, αφού δεν υπάρχουν αγοραστές.
Οι οργανώσεις των αγροτών και οι ίδιοι οι τοπικοί φορείς, αδυνατούν να καταθέσουν ένα στρατηγικό σχεδιασμό τουλάχιστον 10ετίας με αποτέλεσμα να καταντούν έρμαια έωλων κινητοποιήσεων και ψίχουλων χωρίς να σχεδιάζουν το μέλλον τους. Μόνο οι κινητοποιήσεις και οι μικρές νίκες δεν αρκούν. Χωρίς σχεδιασμό, χωρίς ένα νέο αγροτικό-κοινωνικό συμβόλαιο, οι κινητοποιήσεις θα είναι χαμένες ακόμα σε περίπτωση νίκης, γιατί του χρόνου τα προβλήματα θα είναι πάλι μπροστά. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, ένα νέο Αγροτικό Συμβόλαιο.
Grant Wood |
Οι αγρότες ολοένα και μειώνονται αριθμητικά ενώ ο πληθυσμός τους γηράσκει ταχύτατα (παρά την επιστροφή κάποιων νέων στα χωριά που όμως ουσιαστικά δεν ασχολούνται με την αγροτική παραγωγή). Οι αγροτικές περιοχές έχουν ακόμα -παρά την τεχνολογική πρόοδο- σημαντικούς περιορισμούς σε ποικιλία και ποιότητα φυσικών πόρων και αναλόγως περιορισμένου ανθρώπινου δυναμικού. O παραγωγικός ιστός και αποψιλώνεται ο πληθυσμός οδηγώντας σε μεγαλύτερες ανισότητες κι εντάσεις.
Για να γίνει ελκυστική η ύπαιθρος είναι αναγκαία η προσβασιμότητα, η ανταγωνιστικότητα, η έρευνα και η ανάπτυξη, οι ανθρώπινοι πόροι, η διαθεσιμότητα υπηρεσιών1. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου, καθώς βιώνει τις κοινωνικές μεταλλάξεις των κοινοτήτων αυτών, είναι ουσιαστικά η μόνη που μπορεί να βρει διεξόδους από την κρίση και τον υποβιβασμό που τη χαρακτηρίζει. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση, αναγκαία η διαφοροποίηση και η βελτίωση της αγροτικής οικονομίας με κατεύθυνση την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις αγροτικές περιοχές και την πολυλειτουργικότητα των ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Μέσα από τη συσπείρωση του μορφωμένου πληθυσμού μπορούν να αναζητηθούν λύσεις· η προσέλκυση, εξάλλου, νέων σε εργασίες που σχετίζονται επιστημονικά με την αγροτική ζωή ή την προστασία του περιβάλλοντος είναι μερικές -εύκολες, θα λέγαμε, και μη κινηματικές- λύσεις.
Κύριος στόχος των προοδευτικών δυνάμεων της υπαίθρου πρέπει να είναι οι νεότερες γενιές, καλλιεργώντας ένα κλίμα μετανάστευσης προς το ζωτικό φυσικό χώρο. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού και η εξομάλυνση της πυραμίδας των ηλικιών, με παράλληλα ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν μία αναγκαιότητα προκειμένου να μπορέσει να ξεφύγει η ύπαιθρος από το τέλμα της υποβάθμισης και της ανεξέλικτης νεοφιλελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας.
Η δημιουργία παραδοσιακών οικισμών, ο έλεγχος του υδροφόρου ορίζοντα και του εδάφους για την ασφάλεια των κατοίκων, η πειραματική -βιολογική ίσως- καλλιέργεια ειδών και η ανάπτυξη νέων μεθόδων, η ανάδειξη του φυσικού κάλλους της περιοχής και η συμβουλευτική -κοινωνικού και οικονομικού προσανατολισμού- απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και κατά κύριο λόγο νέους στην ηλικία ανθρώπους. Αναλόγως, στις νεότερες γενιές αναφέρεται και η δρομολόγηση ανάπτυξης δικτύων επικοινωνίας και η συντήρησή τους.
Τα κίνητρα προσέλκυσης ειδικευμένου προσωπικού ή νέων δεν είναι αναγκαίο να είναι κατεξοχήν οικονομικά (επιδόματα και ειδικές διευκολύνσεις). Η εξίσωση του επιπέδου διαβίωσης και της ποιότητας ζωής δεν μπορεί να περιορίζεται σε ποσοτικό επίπεδο, στα εισοδήματα, στη μαζική και ομοιόμορφη παραγωγή, στο χαμηλό κόστος2. Ουσιαστικά, πρέπει σε συνεργασία με το τοπικό κίνημα, τις συσπειρώσεις πολιτών να βρεθούν λύσεις που να δημιουργήσουν τη βάση ενός ευοίωνου μέλλοντος, ακόμα κι αν βραχυπρόθεσμα τα αποτελέσματα δεν είναι εμφανή. Η ανάπτυξη, εξάλλου, πολλών παράλληλων δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο δημιουργεί νέα δεδομένα για την απασχόληση των κατοίκων της, δημιουργεί νέα επαγγέλματα και νέα μεσαία στρώματα που συντηρούν το επίπεδο ανάπτυξης παρά την υποχώρηση της παραδοσιακής αγροτικής δραστηριότητας3.
Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέταξε διάφορα προγράμματα για τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές στο όραμα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Το 82% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης εντάσσεται στο καθεστώς των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών από το 1996 με αποζημιώσεις και άλλων μορφών οικονομικής στήριξης. Ωστόσο, οι ενισχύσεις ενώ εντατικοποίησαν την αγροτική δραστηριότητα, επί της ουσίας δεν έθεσαν σε αναπτυξιακή τροχιά την ελληνική ύπαιθρο. Τα εισοδήματα -δεδομένης και την νεοφιλελεύθερης επίθεσης- μειώνονται και ο πληθυσμός αποψιλώνεται. Ακόμα και τα LEADER ενώ είχαν αρχικά ευρεία αποδοχή τελικά δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ σε πολλές περιοχές οδήγησε σε μία μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού και μάλιστα με ευκαιριακές επενδύσεις.
Έτσι, η Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου έχει να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που τελικά έφερε μαζί της η ανάπτυξη, που σχεδιαζόταν από γραφεία στην Αθήνα ή τις Βρυξέλλες. Καθώς όμως αυτή η ανάπτυξη δεν είναι μία ομοιόμορφη πορεία εφαρμόσιμη σε κάθε κοινωνία ανεξάρτητη από το κοινωνικό και πολιτισμικό της σύστημα, από το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον4, ήταν λογικό επακόλουθο να φέρει σημαντικά μειονεκτήματα ειδικά απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και το μέλλον των νεότερων κατοίκων, στρέφοντάς τους σε αστικά κέντρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσης. Οι ασκούμενες πολιτικές δε λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και δεν έχουν συχνά καμία συμβατότητα με την οικονομική και κοινωνική συνοχή της υπαίθρου5.
Η ανάπτυξη, λοιπόν, δεν μπορεί να σχεδιάζεται μακριά από την τοπική κοινότητα, μέσα σε απομονωμένα από την ύπαιθρο γραφεία εκφράζοντας τις επιθυμίες των εμπνευστών τους που δεν έχουν την παραμικρή επαφή με τα προβλήματα της αγροτικής ή νησιωτικής υπαίθρου. Τέτοιες πολιτικές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, ειδικά όταν δε λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή των ίδιων των αγροτών. Η κινηματική αυτοδιοικητική αρχή είναι αντίθετα εκείνος ο πολιτικός φορέας που μπορεί να συντονίσει και να επεξεργαστεί ειδικές πολιτικές κατευθύνσεις για κάθε περιοχή, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητές της και είναι η μόνη που μπορεί να καλλιεργήσει την αειφορική συνείδηση στους δημότες της.
Σημαντικό επίσης πρόβλημα από τον αγροτικό κόσμο είναι η απουσία επιστημονικού προσανατολισμού για την προστασία τόσο της φύσης όσο και τη βελτίωση των καλλιεργειών. Ουσιαστικά μέχρι σήμερα η αγροτική παραγωγή εξαρτώταν αποκλειστικά από την αγορά -εγχώρια η διεθνή. Ουσιαστικά δηλαδή, η παραγωγή οδηγήθηκε σε συνθήκες μονοκαλλιέργειας μειώνοντας έτσι και τα αγροτικά έσοδα και τα αγροτικά αγαθά προς πώληση στην εγχώρια αγορά αφανίζοντας τη γεωργική και κτηνοτροφική αυτάρκεια. Έτσι, όμως τα αγροτικά προϊόντα κατάντησαν πρώτες ύλες στη βιομηχανία ένδυσης και τυποποίησης.
Η ίδια η εκπαίδευση των αγροτών πρέπει να ενισχυθεί. Οι συγχωνεύσεις σχολείων αντίθετα σήμερα όχι μόνο λειτουργούν ανασταλτικά προς τη βασική εκπαίδευση της υπαίθρου. Η ελληνική αγροτιά έχει ανάγκη από μία παιδεία που όχι μόνο θα συνδέεται με τους αγροτικούς φορείς της περιοχής, αλλά θα στηρίζει με γνώσεις και πρακτική εμπειρία τους νέους. Άλλωστε, άμεση ανάγκη του ελληνικού σχολείου είναι η σύνδεσή του με την αγορά εργασίας και η παροχή δεξιοτήτων και γνώσεων εξειδικευμένων.
Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο -με τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά που έχει κάθε περιοχή- οι δημοτικές αρχές είναι αυτές που μπορούν πολύ εύκολα να δείξουν σε συνεργασία με την τοπική κοινότητα το δρόμο μιας τέτοιας εκπαιδευτικής πολιτικής, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο. Οι νέοι των αγροτικών δήμων σήμερα πιεζόμενοι από την απέχθεια για τις αγροτικές εργασίες και ταυτόχρονα μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και των κάτω του ορίου φτώχειας μισθολογικών απολαβών, υποχρεώνονται σε εσωτερική μετανάστευση.
Η αγροτική ανάπτυξη δε θα έρθει απλά μιλώντας για σχεδιασμό. Προηγείται αυτής ένας διάλογος σε τοπικό επίπεδο με ρόλο στις αγροτικές αυτοδιοικητικές περιοχές ώστε με διαφάνεια και πολυφωνικότητα (άρα και συναίνεση) να σχεδιαστεί με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα της εξέλιξης της αγροτικής δραστηριότητας. Ένας διάλογος που κέντρο του θα έχει τις ανάγκες πρωτίστως της τοπικής κοινωνίας και της χώρας σε αγαθά καθημερινής χρήσης που δε βλάπτουν την υγεία των καταναλωτών (ή των αγροτών που τα παράγουν), την αναδιάρθρωση των αναγκών, την προστασία της φύσης και τις πρώτες ύλης της βιοτεχνίας. Το νέο Αγροτικό Συμβόλαιο, θα πρέπει να εμπεριέχει μετρήσιμα στοιχεία και εύκολα προσαρμόσιμα στις ανάγκες και τις μεταβολές της κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη και τη βιωσιμότητα της υπαίθρου, τις φυσικές πηγές, την αειφορικότητα, τον τουρισμό.
Για να γίνει ελκυστική η ύπαιθρος είναι αναγκαία η προσβασιμότητα, η ανταγωνιστικότητα, η έρευνα και η ανάπτυξη, οι ανθρώπινοι πόροι, η διαθεσιμότητα υπηρεσιών1. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου, καθώς βιώνει τις κοινωνικές μεταλλάξεις των κοινοτήτων αυτών, είναι ουσιαστικά η μόνη που μπορεί να βρει διεξόδους από την κρίση και τον υποβιβασμό που τη χαρακτηρίζει. Είναι όμως σε κάθε περίπτωση, αναγκαία η διαφοροποίηση και η βελτίωση της αγροτικής οικονομίας με κατεύθυνση την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στις αγροτικές περιοχές και την πολυλειτουργικότητα των ανθρώπινων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Μέσα από τη συσπείρωση του μορφωμένου πληθυσμού μπορούν να αναζητηθούν λύσεις· η προσέλκυση, εξάλλου, νέων σε εργασίες που σχετίζονται επιστημονικά με την αγροτική ζωή ή την προστασία του περιβάλλοντος είναι μερικές -εύκολες, θα λέγαμε, και μη κινηματικές- λύσεις.
Κύριος στόχος των προοδευτικών δυνάμεων της υπαίθρου πρέπει να είναι οι νεότερες γενιές, καλλιεργώντας ένα κλίμα μετανάστευσης προς το ζωτικό φυσικό χώρο. Η ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού και η εξομάλυνση της πυραμίδας των ηλικιών, με παράλληλα ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούν μία αναγκαιότητα προκειμένου να μπορέσει να ξεφύγει η ύπαιθρος από το τέλμα της υποβάθμισης και της ανεξέλικτης νεοφιλελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας.
Grant wood american gothic |
Η δημιουργία παραδοσιακών οικισμών, ο έλεγχος του υδροφόρου ορίζοντα και του εδάφους για την ασφάλεια των κατοίκων, η πειραματική -βιολογική ίσως- καλλιέργεια ειδών και η ανάπτυξη νέων μεθόδων, η ανάδειξη του φυσικού κάλλους της περιοχής και η συμβουλευτική -κοινωνικού και οικονομικού προσανατολισμού- απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και κατά κύριο λόγο νέους στην ηλικία ανθρώπους. Αναλόγως, στις νεότερες γενιές αναφέρεται και η δρομολόγηση ανάπτυξης δικτύων επικοινωνίας και η συντήρησή τους.
Τα κίνητρα προσέλκυσης ειδικευμένου προσωπικού ή νέων δεν είναι αναγκαίο να είναι κατεξοχήν οικονομικά (επιδόματα και ειδικές διευκολύνσεις). Η εξίσωση του επιπέδου διαβίωσης και της ποιότητας ζωής δεν μπορεί να περιορίζεται σε ποσοτικό επίπεδο, στα εισοδήματα, στη μαζική και ομοιόμορφη παραγωγή, στο χαμηλό κόστος2. Ουσιαστικά, πρέπει σε συνεργασία με το τοπικό κίνημα, τις συσπειρώσεις πολιτών να βρεθούν λύσεις που να δημιουργήσουν τη βάση ενός ευοίωνου μέλλοντος, ακόμα κι αν βραχυπρόθεσμα τα αποτελέσματα δεν είναι εμφανή. Η ανάπτυξη, εξάλλου, πολλών παράλληλων δραστηριοτήτων στην ύπαιθρο δημιουργεί νέα δεδομένα για την απασχόληση των κατοίκων της, δημιουργεί νέα επαγγέλματα και νέα μεσαία στρώματα που συντηρούν το επίπεδο ανάπτυξης παρά την υποχώρηση της παραδοσιακής αγροτικής δραστηριότητας3.
Trussing Hay by Jean-Fracois MILLET |
Από την άλλη, η Ευρωπαϊκή Ένωση συνέταξε διάφορα προγράμματα για τις λιγότερο ευνοημένες περιοχές στο όραμα της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας. Το 82% της χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης εντάσσεται στο καθεστώς των Λιγότερο Ευνοημένων Περιοχών από το 1996 με αποζημιώσεις και άλλων μορφών οικονομικής στήριξης. Ωστόσο, οι ενισχύσεις ενώ εντατικοποίησαν την αγροτική δραστηριότητα, επί της ουσίας δεν έθεσαν σε αναπτυξιακή τροχιά την ελληνική ύπαιθρο. Τα εισοδήματα -δεδομένης και την νεοφιλελεύθερης επίθεσης- μειώνονται και ο πληθυσμός αποψιλώνεται. Ακόμα και τα LEADER ενώ είχαν αρχικά ευρεία αποδοχή τελικά δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ενώ σε πολλές περιοχές οδήγησε σε μία μονοδιάστατη ανάπτυξη του τουρισμού και μάλιστα με ευκαιριακές επενδύσεις.
Έτσι, η Αυτοδιοίκηση της υπαίθρου έχει να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα που τελικά έφερε μαζί της η ανάπτυξη, που σχεδιαζόταν από γραφεία στην Αθήνα ή τις Βρυξέλλες. Καθώς όμως αυτή η ανάπτυξη δεν είναι μία ομοιόμορφη πορεία εφαρμόσιμη σε κάθε κοινωνία ανεξάρτητη από το κοινωνικό και πολιτισμικό της σύστημα, από το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον4, ήταν λογικό επακόλουθο να φέρει σημαντικά μειονεκτήματα ειδικά απέναντι στο φυσικό περιβάλλον και το μέλλον των νεότερων κατοίκων, στρέφοντάς τους σε αστικά κέντρα σε μια απέλπιδα προσπάθεια επιβίωσης. Οι ασκούμενες πολιτικές δε λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά και δεν έχουν συχνά καμία συμβατότητα με την οικονομική και κοινωνική συνοχή της υπαίθρου5.
Η ανάπτυξη, λοιπόν, δεν μπορεί να σχεδιάζεται μακριά από την τοπική κοινότητα, μέσα σε απομονωμένα από την ύπαιθρο γραφεία εκφράζοντας τις επιθυμίες των εμπνευστών τους που δεν έχουν την παραμικρή επαφή με τα προβλήματα της αγροτικής ή νησιωτικής υπαίθρου. Τέτοιες πολιτικές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, ειδικά όταν δε λαμβάνουν υπόψη τη συμμετοχή των ίδιων των αγροτών. Η κινηματική αυτοδιοικητική αρχή είναι αντίθετα εκείνος ο πολιτικός φορέας που μπορεί να συντονίσει και να επεξεργαστεί ειδικές πολιτικές κατευθύνσεις για κάθε περιοχή, γνωρίζοντας τις ιδιαιτερότητές της και είναι η μόνη που μπορεί να καλλιεργήσει την αειφορική συνείδηση στους δημότες της.
Timeless farmer farm country by Walt Curlee |
Μέσω επιδοτήσεων της ΚΑΠ και της παγκοσμιοποίησης στην οποία εντάθηκε η ελληνική παραγωγή ευνοήθηκαν μόνο οι επιλέξιμες καλλιέργειες και η παραγωγή καθορίσθηκε από το κυνήγι των επιδοτήσεων, ανοργάνωτα κι ευκαιριακά, χωρίς ένα οργανωμένο πλάνο από την εθνική Κεντρική Εξουσία. Μάλιστα η εντατικοποίηση οδήγησε και σε τρομακτικές οικολογικές συνέπειες τις αγροτικές και περιβάλλουσες των αγρών εκτάσεις γης.Έτσι, λοιπόν, καθίσταται επιτακτική ανάγκη μέσα από ένα στρατηγικό σχεδιασμό να εκπονηθούν μελέτες για τη σωστή διαχείριση του φυσικού τοπίου, τις καλλιέργειες και τις αντοχές του εδάφους, την προστασία των υδάτινων πόρων και τη μείωση της σπαταλούμενης ενέργειας και ενισχυτικών χημικών.
Η ίδια η εκπαίδευση των αγροτών πρέπει να ενισχυθεί. Οι συγχωνεύσεις σχολείων αντίθετα σήμερα όχι μόνο λειτουργούν ανασταλτικά προς τη βασική εκπαίδευση της υπαίθρου. Η ελληνική αγροτιά έχει ανάγκη από μία παιδεία που όχι μόνο θα συνδέεται με τους αγροτικούς φορείς της περιοχής, αλλά θα στηρίζει με γνώσεις και πρακτική εμπειρία τους νέους. Άλλωστε, άμεση ανάγκη του ελληνικού σχολείου είναι η σύνδεσή του με την αγορά εργασίας και η παροχή δεξιοτήτων και γνώσεων εξειδικευμένων.
Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο -με τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά που έχει κάθε περιοχή- οι δημοτικές αρχές είναι αυτές που μπορούν πολύ εύκολα να δείξουν σε συνεργασία με την τοπική κοινότητα το δρόμο μιας τέτοιας εκπαιδευτικής πολιτικής, διαδραματίζοντας ενεργό ρόλο. Οι νέοι των αγροτικών δήμων σήμερα πιεζόμενοι από την απέχθεια για τις αγροτικές εργασίες και ταυτόχρονα μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και των κάτω του ορίου φτώχειας μισθολογικών απολαβών, υποχρεώνονται σε εσωτερική μετανάστευση.
Η αγροτική ανάπτυξη δε θα έρθει απλά μιλώντας για σχεδιασμό. Προηγείται αυτής ένας διάλογος σε τοπικό επίπεδο με ρόλο στις αγροτικές αυτοδιοικητικές περιοχές ώστε με διαφάνεια και πολυφωνικότητα (άρα και συναίνεση) να σχεδιαστεί με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα της εξέλιξης της αγροτικής δραστηριότητας. Ένας διάλογος που κέντρο του θα έχει τις ανάγκες πρωτίστως της τοπικής κοινωνίας και της χώρας σε αγαθά καθημερινής χρήσης που δε βλάπτουν την υγεία των καταναλωτών (ή των αγροτών που τα παράγουν), την αναδιάρθρωση των αναγκών, την προστασία της φύσης και τις πρώτες ύλης της βιοτεχνίας. Το νέο Αγροτικό Συμβόλαιο, θα πρέπει να εμπεριέχει μετρήσιμα στοιχεία και εύκολα προσαρμόσιμα στις ανάγκες και τις μεταβολές της κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη και τη βιωσιμότητα της υπαίθρου, τις φυσικές πηγές, την αειφορικότητα, τον τουρισμό.
________________________________
1 βλ. Ιω. Σπιλάνη, Θ. Ιωσηφίδη, Αθ. Κίζου, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, σελ.19-20.
2 Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος (και ομάδα συγγραφέων), Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2004, σελ.31.
3 Ναπ. Μαραβέγιας, ό.π.
4 Γ. Α. Δαουτόπουλος, Αειφορική Ανάπτυξη της Ελληνικής Υπαίθρου, εκδ. Ζυγός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 30.
5 Απ. Παπαδόπουλος, Κ. Λιαρίκος, ό.π., σελ.103.
07:40, 05 Φεβ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/118863
Πηγή: chldimos.blogspot.gr
1 βλ. Ιω. Σπιλάνη, Θ. Ιωσηφίδη, Αθ. Κίζου, Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, σελ.19-20.
2 Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος, Ιω. Σπιλάνης, Θ. Ιωσηφίδης, Αθ. Κίζος (και ομάδα συγγραφέων), Στρατηγικές ανάπτυξης σε λιγότερο ευνοημένες περιοχές, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2004, σελ.31.
3 Ναπ. Μαραβέγιας, ό.π.
4 Γ. Α. Δαουτόπουλος, Αειφορική Ανάπτυξη της Ελληνικής Υπαίθρου, εκδ. Ζυγός, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 30.
5 Απ. Παπαδόπουλος, Κ. Λιαρίκος, ό.π., σελ.103.
07:40, 05 Φεβ 2013 | tvxsteam tvxs.gr/node/118863
Πηγή: chldimos.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου