Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2013

Εσείς νοσταλγείτε τη χρυσή εποχή του φορντισμού;

Η συνέντευξη που ακολουθεί δόθηκε από τον Sergio Bologna στον Klaus Ronneberger τον Φλεβάρη του 2004


Ο Sergio Bologna είναι ένας θεωρητικός της ιταλικής εργατικής αυτονομίας, γνωστός για τα κείμενά του που δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του ’60 και του ’70 (ορισμένα από τα οποία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά), καθώς και για τη συμμετοχή του στο περιοδικό Primo Maggio. Μεταφράσαμε τη συνέντευξη και τη δημοσιεύουμε εδώ, κυρίως για το κομμάτι της που αναφέρεται στο πέρασμα στον «μεταφορντισμό». Ο Bologna ερωτάται αν νιώθει «νοσταλγία» για τις «Χρυσές εποχές» και απαντάει επιτιθέμενος στην αριστερά της εποχής του. Συγκεκριμένα, ξεκινώντας από τη βασική του θέση σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να υπάρξει κανενός είδους «επιστροφή στον φορντισμό», υποστηρίζει ότι αυτή ακριβώς η επιστροφή είναι το ζητούμενο για την αριστερή πολιτική και την αριστερή διανόηση όπως εκφράζονται τον καιρό της συνέντευξης (αλλά και σήμερα, θα λέγαμε εμείς), από τις κομματικές οργανώσεις μέχρι τα «κινήματα για το πρεκαριάτο». Από εκεί άλλωστε αναδίδονται η «οσμή σήψης» και η «απελπισία» που αποδίδει στις περιοχές της αμφισβήτησης. Η συνέντευξη καταλήγει περιγράφοντας ορισμένες πρακτικές κατευθύνσεις για το ξεπέρασμα της νοσταλγίας. Η αμηχανία και η ασάφεια αυτών των κατευθύνσεων είναι με τον τρόπο τους διαφωτιστικές. Δείχνουν το μέγεθος του έργου που έχει μπρος του το παγκόσμιο προλεταριάτο. Σήμερα ακόμη περισσότερο απ’ ό,τι το 2004. (Σημείωση του rebelnet)


Klaus Ronneberger: Κύριε Μπολόνια, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 γίνατε γνωστός στις γερμανόφωνες χώρες ως εκείνος ο θεωρητικός της ιταλικής αυτονομίας που επικέντρωνε, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, στο φαινόμενο του μαζικού φορντικού εργάτη. Από την άλλη, οι αναλύσεις που βρίσκουμε στα πιο πρόσφατα έργα σας επικεντρώνουν στους «νέους αυτοαπασχολούμενους». Ποιες ακριβώς είναι οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές που επέφεραν αυτή τη στροφή;

Sergio Bologna: Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 είχε καταστεί εμφανές πως ο φορντικός τρόπος παραγωγής επεδείκνυε σοβαρότατες αδυναμίες, τόσο ως μοντέλο πειθάρχησης, όσο και ως μοντέλο συσσώρευσης. Οι εργοστασιακοί εργάτες -και ειδικά για την ιταλική περίπτωση, πρέπει να το πούμε, με τη βοήθεια ορισμένων ομάδων διανοουμένων- είχαν καταφέρει να αναπτύξουν ειδικές τεχνικές αγώνα οι οποίες εστίαζαν στην ευαισθησία που χαρακτήριζε την αλυσίδα παραγωγής όταν βρισκόταν αντιμέτωπη με προσεκτικά σχεδιασμένες απεργιακές κινήσεις. Ακόμη και μια μικρή ομάδα εργατών, εφόσον επέλεγε να δράσει σε στρατηγικά σημεία της διαδικασίας παραγωγής, μπορούσε να παραλύσει μια εταιρεία με 40.000 εργάτες και να εξαναγκάσει το διοικητικό συμβούλιο να μπει σε διαδικασία διαπραγματεύσεων. Το πειθαρχικό μοντέλο που είναι γνωστό σαν επιστημονική οργάνωση της εργασίας αποδείχθηκε εντελώς ανίσχυρο μπροστά στις απεργιακές πρακτικές αυτού του είδους, οι οποίες μάλιστα δεν ήταν και πολύ διαφορετικές από εκείνες που είχαν ανακαλύψει οι αναρχοσυνδικαλιστές των αρχών του αιώνα. Λέω βέβαια «ανίσχυρο» και εννοώ «ανίσχυρο στον βαθμό που δεν καταργούνταν οι βασικές συνδικαλιστικές ελευθερίες», πράγμα που ήταν τότε πολιτικά αδύνατον. Με μια λέξη λοιπόν, αποδείχτηκε πως ο μηχανισμός της φορντικής παραγωγής ήταν δυνατόν να σακατευτεί στην κυριολεξία και μάλιστα όχι με πολύ μεγάλη προσπάθεια.

Καταρχάς τα αφεντικά αναζήτησαν τις απαντήσεις τους στην περιοχή της τεχνολογίας και πιο συγκεκριμένα στην ρομποτική, στην αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από ρομπότ. Αλλά και αυτές οι λύσεις αποδείχθηκαν εξίσου άκαμπτες. Εκείνο που τελικά έλυσε το πρόβλημα της κοινωνικής σύγκρουσης ήταν κατά τη γνώμη μου η ιδέα της ευελιξίας - η μείωση του μεγέθους των παραγωγικών μονάδων, η οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας σε δίκτυα εταιρειών μικρού και μεσαίου μεγέθους, η ατελείωτη αλυσίδα υπεργολάβων, η μεταφορά σε άλλες χώρες, τα άτυπα συμβόλαια, τα ευέλικτα ωράρια εργασίας και φυσικά η διάλυση των πιο δραστήριων εργατικών ομάδων μέσω «πρώιμων συνταξιοδοτήσεων» που συνοδεύτηκαν από τα αντίστοιχα συνταξιοδοτικά πλάνα κλπ. Όλα αυτά μας έφεραν στην αρχή της εποχής της πληροφορικής τεχνολογίας, της λεγόμενης «νέας οικονομίας». Εξοπλισμένο με κινητό τηλέφωνο και φορητό υπολογιστή, το κάθε άτομο είναι και μια μοναχική μικρή εταιρεία: μια εταιρεία του τομέα των υπηρεσιών. Πρόκειται βέβαια για ανθρώπους που δεν μπορούν να απεργήσουν ενάντια στον υπολογιστή τους γιατί αυτό που κάνουν είναι κατά βάση είναι να στέκονται μοναχικά μπρος στις οθόνες τους, πολλές φορές αγνοώντας μέχρι και ποιος ακριβώς είναι ο πελάτης τους.

Αλλά αυτή δεν είναι παρά μία όψη του φαινομένου. Η άλλη όψη μάλιστα μου φαίνεται σημαντικότερη: πιο συγκεκριμένα, η κοινωνική οργάνωση της φορντικής εργασίας και η έννοια της «μόνιμης δουλειάς» έπαψαν να είναι ελκυστικές για τις νεότερες γενιές που ζουν διαφορετικά, δοκιμάζουν διαφορετικά πράγματα, θέλουν να διατηρήσουν την ελευθερία τους κλπ κλπ. Αυτές οι νεότερες γενιές, έβλεπαν τις απεργιακές κινητοποιήσεις των εργοστασιακών εργατών με κάποιο σκεπτικισμό. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αυτές οι απεργίες έληξαν με μικρές αυξήσεις που εξαφανίστηκαν μπρος στον υψηλό πληθωρισμό της δεκαετίας του ’70, πράγμα που γέννησε φοβερή απογοήτευση. Ο μύθος της «ισχυρής εργατικής τάξης», της επαναστατικής εργατικής τάξης που παρακινούσε τη γενιά του ’68, ήταν εντελώς ξένος για τις γενιές που ακολούθησαν. Αυτοί οι άνθρωποι, που δεν έβλεπαν καμία σημαντική βελτίωση στην κατάσταση των εργοστασιακών εργατών, αποτέλεσαν τις απογοητευμένες γενιές μετά το’68 και μετά το Βιετνάμ. Ο μαρξισμός δεν είχε πια καμία σημασία γι’ αυτούς, προτιμούσαν τις πρωτοβουλίες γύρω από τα φύλα, τις σεξουαλικές ελευθερίες ή το περιβάλλον. Και φυσικά, στα μάτια τους, η φορντική μορφή της κοινωνικής σύγκρουσης φάνταζε αληθινά σισύφειο έργο. Προτιμούσαν να δουλεύουν εδώ κι εκεί αντί να διατηρούν μια μόνιμη θέση εργασίας. Με άλλα λόγια, οι αλλαγές προήλθαν τόσο από τα κάτω όσο και από τα πάνω.

Από τη μεριά μου, προσπαθούσα να αναπτύξω μια θεωρία του μαζικού εργάτη, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’60. Για παράδειγμα, το άρθρο μου που δημοσιεύθηκε από τον οίκο Merve στο Βερολίνο το 1972, είχε πρωτύτερα παρουσιαστεί σαν εργασία σε ένα σεμινάριο στην Πάδοβα το 1967. Το 1977, δέκα χρόνια μετά από τη συγγραφή εκείνου του άρθρου, ένα νέο κύμα κοινωνικών κινημάτων κυριαρχούσε στην Ιταλία κι εγώ είχα την αίσθηση ότι βρισκόμασταν σε ένα σημείο καμπής: «Να λοιπόν κάτι νέο, ο φορντισμός και το ’68 έληξαν, πέρασαν ανεπιστρεπτί». Τι όμως είναι αυτό το νέο; Έτσι γράφτηκε το άρθρο «Η φυλή των τυφλοπόντικων» που δημοσιεύθηκε τότε από τις εκδόσειςFeltrinelli.[1]Και από εκεί ξεκίνησε μια μακρά έρευνα γύρω από τις νέες μορφές εργασίας η οποία εκφράστηκε σε πρώτο επίπεδο με το βιβλίο μου «Η Αυτοαπασχόληση της Δεύτερης Γενιάς» (και πάλι από τις εκδόσεις Feltrinelli). Ήταν μια έρευνα που κράτησε είκοσι χρόνια. Εν τω μεταξύ όμως, υπήρξε ένα σημαντικό γεγονός που άλλαξε την προσωπική κοινωνική μου θέση: πιο συγκεκριμένα, απολύθηκα από τη θέση του καθηγητή πανεπιστημίου στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα, λίγο μετά έχασα εντελώς το δικαίωμα να διδάσκω και τελικά αναγκάστηκα να ξεκινήσω να δουλεύω ως αυτοαπασχολούμενος (freelancer). Δίχως εκείνη την προσωπική εμπειρία, δίχως την καθαίρεσή μου από τη θέση του δημόσιου υπάλληλου σε εκείνη του αυτοαπασχολούμενου, ίσως τα γραπτά μου γύρω από την αυτοαπασχόληση να μην είχαν υπάρξει ποτέ. Και σίγουρα δεν θα είχαν την συγκεκριμένη μορφή.

Klaus Ronneberger: Πολλοί από εκείνους που ασκούν κριτική στον νεοφιλελευθερισμό, προειδοποιούν σχετικά με τα διαλυτικά αποτελέσματα που μπορεί να δημιουργήσει μια, είτε περιοδική είτε μόνιμη, απομάκρυνση του εργαζόμενου από την κανονική συνθήκη της μισθωτής εργασίας. Για παράδειγμα, η διάγνωση που επιχειρεί ο Πιερ Μπουρντιέ, υποστηρίζει πως η ύπαρξη του «αχαλίνωτου καπιταλισμού» καθιστά αναγκαία μια «υπεράσπιση του κράτους» προκειμένου να διαρραγεί η κυριαρχία των μηχανισμών της αγοράς. Ο Γάλλος κοινωνικός επιστήμονας Μανουέλ Καστέλ από την άλλη, εκφράζει τη γνώμη πως η ποσοτική υποχώρηση της διεξαγόμενης εντός των πλαισίων ενός κράτους πρόνοιας μισθωτής εργασίας θέτει σε κίνδυνο την ίδια την κοινωνική συνοχή. Εσείς από τη μεριά σας, νοσταλγείτε την «Χρυσή Εποχή του Φορντισμού»; 

Sergio Bologna: Δεν θα έλεγα πως η «νοσταλγία» είναι η κατάλληλη λέξη. Πάντοτε ενδιαφερόμουν εξαιρετικά για την ιστορική έρευνα γύρω από την φορντική περίοδο. Είμαι της γνώμης πως υπάρχουν ακόμη πολλά να γίνουν στο επίπεδο της επιχειρηματικής ιστορίας και της ιστορίας των εταιρικών πόλεων, της ιστορίας της τεχνολογίας, του βιομηχανικού σχεδιασμού και της διαφήμισης, όπως και στο επίπεδο της ιστορίας των βιομηχανικών σωματείων, της εργασιακής νομοθεσίας, της καθημερινής ζωής, των γυναικών και της εκπαίδευσης. Εκείνο που μας χρειάζεται είναι μια διαρκώς μεταβαλλόμενη κατανόηση του φορντισμού σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, της πολιτικής και της οικονομικής ζωής. Πρέπει επίσης να συγκρίνουμε διαφορετικά μοντέλα (τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση, την Δυτική Ευρώπη), και διαφορετικές ιστορικές περιόδους (τη δεκαετία του ’20, εκείνη του ’30, τους δύο παγκόσμιους πολέμους, τη μεταπολεμική περίοδο κλπ), ώστε τελικά να μπορούμε να πούμε πως αποκτούμε πλήρη συνείδηση της ιδιαιτερότητας της παρούσας περιόδου και των σημερινών μορφών εργασίας. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που, τα τελευταία είκοσι χρόνια, παράλληλα με την ανάλυση των νέων μορφών εργασίας (η οποία, όπως σας είπα, είχε και χαρακτήρα αυτο-ανάλυσης), προσπάθησα να παρακολουθώ εντατικά τις νέες δημοσιεύσεις στο πεδίο της βιομηχανικής ιστορίας, να δημοσιεύω κριτικές αναλύσεις παλιότερων θέσεων γύρω από τα φορντικά φαινόμενα και στράφηκα σε ορισμένα φλέγοντα ζητήματα, όπως η σχέση μεταξύ του εθνικοσοσιαλισμού και της εργατικής τάξης. Έχω αφιερώσει αρκετά γραπτά σε αυτά τα ζητήματα, τα περισσότερα από τα οποία είναι γραμμένα στην γερμανική γλώσσα και παραμένουν αμετάφραστα στα Ιταλικά, όπως το άρθρο για την αυτοκινητοβιομηχανία και τις περιπτώσεις της Φίατ και της Άλφα Ρομέο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «1999»[2], το δοκίμιο για το τετράδιο «Αμερικανισμός και Φορντισμός» του Αντόνιο Γκράμσι και τέλος το μικρό βιβλίο «Nazismo e classeoperaia» που πρόσφατα εκδόθηκε στα Ισπανικά.

Η πραγμάτευση των συγκεκριμένων ιστορικών ζητημάτων διευκολύνθηκε από την φιλία μου με κάποιους ιστορικούς (πρέπει να σας πω πως κι εγώ ο ίδιος είμαι ιστορικός και μέχρι το 1981 ήμουν καθηγητής της ιστορίας του εργατικού κινήματος στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα). Εδώ θέλω να αναφέρω τον Karl Heinz Roth και την έρευνά του πάνω στο εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα, τον Cesare Bermani, έναν από τους ιδρυτές της προφορικής ιστορίας στην Ιταλία, τον DuccioBigazzi, ίσως τον μεγαλύτερο ιστορικό μας στο πεδίο της βιομηχανικής ιστορίας που πέθανε νεότατος λίγα χρόνια πριν, τον Nando Fasce, έναν ιστορικό της βιομηχανικής κοινωνίας που δουλεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες (η ιστορική του μελέτη γύρω από τις δημόσιες σχέσεις των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών εκδόθηκε φέτος και πριν από λίγα χρόνια του απονεμήθηκε το βραβείο της Αμερικανικής Ιστορικής Εταιρείας για την καλύτερη μελέτη της ιστορίας των ΗΠΑ από μη αμερικανό), τον Pier Paolo Poggio που είναι επικεφαλής της βιβλιοθήκης σύγχρονης ιστορίας του ιδρύματος LuigiMichelettiμε έδρα την Μπρέσια και τον Franco Amatori, πρόεδρο της Ιταλικής Ένωσης Επιχειρηματικής Ιστορίας. Με την εξαίρεση του Amatori, όλοι οι παραπάνω κι εγώ μαζί, έχουμε συνεισφέρει στο περιοδικό «Primo Maggio» (1973-1986), μια έκδοση που κάποτε είχε κάποια επιρροή στην ιταλική αυτόνομη αριστερά και στα πλαίσια της οποίας το ζήτημα της μετάβασης από τον φορντισμό στον μεταφορντισμό συζητήθηκε σχετικά νωρίς, τόσο από ιστορική και κοινωνιολογική, όσο και από πολιτική σκοπιά.

Γιατί όμως σας απαριθμώ αυτά τα ονόματα και την ιστορία τους και γιατί επισημαίνω αυτό το ενδιαφέρον για την βιομηχανική ιστορία; Θέλω να υπογραμμίσω την ιδιαιτερότητα της ανάλυσής μας και της μεθοδολογικής μας προσέγγισης και ειδικά τη στενή σύνδεση μεταξύ της προσωπικής μας ανάμιξης σε γεγονότα και εγχειρήματα, των ιστορικών μας αντιλήψεων και των κοινωνικών μας αναλύσεων. Δίχως μια διαυγή κατανόηση των φορντικών μορφών εργασίας, ποτέ δεν θα επιτύχουμε μια αληθινή και βαθιά κατανόηση της εμφάνισης και επικράτησης της εργασιακής ευελιξίας που χαρακτηρίζει την νέα οικονομία, ποτέ δεν θα κατορθώσουμε να συλλάβουμε τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ των δύο εποχών. Επιπλέον, υπάρχει και ο κίνδυνος να θεωρήσουμε πως το νέο είναι τόσο νέο και αδύνατον να συγκριθεί με οτιδήποτε παλιότερο, πως είναι τόσο πλούσιο σε μέλλον και φτωχό σε παρελθόν, που να παραιτηθούμε τελείως από τις τεράστιες δυνατότητες κατανόησης που μας παρέχει η ιστορική γνώση. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που ο κίνδυνος της πολιτικής παραίτησης μας κοιτούσε κατάματα με το προσωπείο της ιδεολογίας του «no future». Σήμερα από την άλλη, ο πραγματικός κίνδυνος είναι η ιδεολογία του «no past». Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο έπειτα από τις 11 Σεπτέμβρη, τότε που το αδιανόητο, το δίχως προηγούμενο, υποτίμησε την ιστορική μας συνείδηση τόσο όσο και τις μετοχές του δείκτηNasdaq. Και είναι εδώ που πρέπει να παρέμβουμε.

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα που έχει να κάνει με τη σύγχρονη τέχνη, ζήτημα που ξέρω ότι σε ενδιαφέρει: πώς άραγε μπορεί κανείς να φωτογραφήσει την εργασία ενός αυτοαπασχολούμενου; Η βιομηχανική φωτογραφία αποτελεί μία από τις πλέον μακρόχρονες παραδόσεις του φορντισμού• μπορεί κανείς να διακρίνει την ανάπτυξη έως και ενός είδους αισθητικής της εργασίας στο εσωτερικό του εργοστασίου. Για τη βιομηχανική ιστορία, οι φωτογραφίες πρώιμων βιομηχανικών χώρων, φορντικών χαλυβουργείων, ναυπηγείων και αλυσίδων παραγωγής αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών. Οι φωτογραφίες μεταλλωρύχων ή εργατριών της υφαντουργίας αποτελούν πηγές από όπου συνάγεται η ιστορία της εκμετάλλευσης και η ιστορία των αντιλήψεων γύρω από την εκμετάλλευση. Πώς όμως να απεικονίσουμε την ιστορία της «Νέας Οικονομίας»; Πού διακρίνονται τα σημάδια της εκμετάλλευσης στο πρόσωπο του αυτοαπασχολούμενου με τη συμβολική δύναμη που ανέδιδε η μαυρισμένη φάτσα του μεταλλωρύχου; Πώς φωτογραφίζεται η ψυχολογική αποδόμηση που μοιραία επέρχεται έπειτα από χρόνια εργασίας μπρος στην οθόνη του υπολογιστή; Και πώς περιγράφεται σήμερα κάτι που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί οπτικά; εκεί που η αφήγηση αποτυχαίνει, η ιστοριογραφία δυσκολεύεται. Ο κίνδυνος λοιπόν είναι διπλός: από τη μια η ιδεολογία του «nopast» κι από την άλλη η απερίγραπτη φύση του καινούριου.

Ας έρθω λοιπόν και στην ερώτησή σας. Ο Μπουρντιέ και ο Καστέλ έχουν μιλήσει για τον κίνδυνο αποσύνθεσης του κοινωνικού δικτύου. Πιθανότατα αναπολούσαν (ακριβώς: «με νοσταλγία»), την παλιά έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ συνάδελφων, μεταξύ ανθρώπων που πάνε στην ίδια δουλειά κάθε μέρα, που έχουν το ίδιο ωράριο, που η ηλεκτροσυγκόλληση τους φωτίζει το πρόσωπο κάτω από την ίδια στέγη, που σταματούν να δουλεύουν με την ίδια σειρήνα, που τρώνε μαζί στην καντίνα του εργοστασίου κλπ κλπ: με άλλα λόγια, μια μικροκοινωνία που το ρολόι κανονίζει την εργάσιμη μέρα της σαν την καμπάνα του μοναστηριού. Πιθανότατα αναπολούσαν επίσης και το Ευρωπαϊκό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Είναι πράγματι πολύ πιθανόν, αυτά τα είδη αλληλεγγύης, το ένα στο ανθρώπινο επίπεδο και το άλλο στο κρατικό, να έχουν χαθεί για πάντα. Εκείνο όμως που μου φαίνεται εξαιρετικά αμφισβητήσιμο είναι η ιδέα που πολλές φορές υπονοείται σε τέτοιες περιγραφές: η ιδέα ότι η αλληλεγγύη εμφανίζεται με εντελώς φυσικό τρόπο στην περίπτωση των «κανονικών μισθωτών», ενώ η εγωιστική, ατομικιστική συμπεριφορά αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των αυτοαπασχολούμενων. Αυτό δεν ίσχυε στο παρελθόν, όπως δεν ισχύει και τώρα. Η αλληλεγγύη πάντοτε υπήρξε μια κοινωνική διαδικασία, πάντοτε υπήρξε το προϊόν εκπαίδευσης με την γενική έννοια. Οι εργοστασιακοί εργάτες δεν γεννιούνται αλληλέγγυοι, αντιθέτως. Οι μαχητικές πράξεις και οι μαχητικές φιγούρες έχουν εξαφανιστεί εδώ και καιρό από τις μεγάλες εταιρείες. Και σήμερα, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με την αποσύνθεση της αριστεράς: το μεγαλύτερο κόμμα των ιταλών εργατών είναι η Λέγκα του Βορρά του Ουμπέρτο Μπόσι. Οι οπαδοί της Λέγκας είναι «αλληλέγγυοι» μεταξύ τους γιατί προσπαθούν να υπερασπίσουν τα κεκτημένα τους (τους μισθούς κλπ) από την πλημμύρα των μεταναστών εργατών. Πού βρίσκεται λοιπόν ο εγωισμός και πού η αλληλεγγύη;

Γι’ αυτό και δεν νοσταλγώ τον παλιό καλό καιρό. Έχει χαθεί για πάντα. Καλά θα κάναμε να ανησυχούμε περισσότερο για την αδυναμία μας να περιγράψουμε το παρόν. Γιατί εδώ βρίσκεται η πραγματική αποσύνθεση, η αποσύνθεση ενός πολιτισμού που δεν είναι πλέον σε θέση να περιγράψει τη σύγχρονη εργασία, που αδυνατεί να αφηγηθεί την ιστορία της, όπως έχουν κάνει για παράδειγμα ο Studs Terkel ή ο MartinGlabermann[3] στα γραπτά τους σχετικά με την πολυεθνική εργατική τάξη των ΗΠΑ.

Klaus Ronneberger: Αν προσπαθήσει κανείς να συνοψίσει τις περιγραφές του μεταφορντικού καπιταλισμού, θα βρει πως έννοιες όπως η «ευελιξία», η «επιχειρηματική συμπεριφορά» και η «αυτο - κανονικοποίηση» έχουν εγκατασταθεί σε όλες τις περιοχές του κοινωνικού, πως έχουν μετατραπεί σε κοινωνικά γεγονότα της καθημερινής ζωής. Σε ποιο βαθμό θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως οι έννοιες αυτού του είδους δεν προέρχονται παρά από συγκεκριμένους διανοούμενους και πως στην ουσία είναι έννοιες που -ακούσια ή εκούσια- θέτουν σε κίνηση τις αντίστοιχες διαδικασίες, ή παράγουν αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξή τους μέσα από τις κατασκευές τους; Αν προσπαθήσουμε να δούμε τα πράγματα στο ιστορικό τους πλαίσιο, θα ανακαλύψουμε πως η επιτυχία της τεϊλορικής μεθόδου στις αρχές του εικοστού αιώνα προπαγανδίστηκε από ακαδημαϊκούς όπως ο WernerSombart σαν ένα μοντέλο αναγκαίο και πάντως σε απόλυτη αρμονία με την ορθολογική, λογική κοινωνική ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποστηρίξουμε πως οι σημερινοί διανοούμενοι επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες, ή μήπως κάτι έχει αλλάξει; 

Sergio Bologna: Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση θα έπρεπε να έχουμε μια θεωρία των «διανοούμενων ως κοινωνική τάξη», όπως έχει πει ο Theodor Geiger και επιπλέον να υιοθετήσουμε τη διάκρισή του μεταξύ υψηλής διανόησης και μισοδιανόησης, μεταξύ διανοούμενων, μορφωμένων και ακαδημαϊκών. Παρόλ’ αυτά, οι ευέλικτες μέθοδοι παραγωγής δεν είναι απλά μια προβολή επιθυμιών, ούτε είναι μια ορθολογικοποίηση κάποιας αυθόρμητης αλλαγής που προκλήθηκε από τις αγορές. Η διανοητική συνεισφορά στην εγκαθίδρυση των μεταφορντικών μορφών εργασίας δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη της εποχής του τεϊλορισμού. Κι αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια το κεφάλαιο έχει καταφέρει να κινητοποιήσει για λογαριασμό του μια τόσο τεράστια μάζα διανοητικής εργασίας, που η περιοχή της αντιθετικής σκέψης όχι μόνο είναι συγκριτικά εξαιρετικά μικρή, αλλά και καταλήγει να απορροφάται και να αφομοιώνεται. Αυτό που συμβαίνει στο επίπεδο του εξορθολογισμού των εργασιακών διαδικασιών και των οργανωτικών αλλαγών είναι πραγματικά εκπληκτικό. Εκατοντάδες χιλιάδες σύμβουλοι, επιστήμονες της πληροφορικής, ακαδημαϊκοί και μηχανικοί έχουν ο καθένας τη δική του συνεισφορά στον επανασχεδιασμό της εργασιακής διαδικασίας.

Αντιθέτως, ο ρόλος των ιδεολόγων, των κοινωνιολόγων και των θεωρητικών, όπως ο Sombart που ανέφερες, έχει υπάρξει εξαιρετικά περιορισμένος, όπως άλλωστε και ο ρόλος των ΜΜΕ. Η δύναμη του μοντέλου της ευέλικτης παραγωγής βρίσκεται στην -μέχρι στιγμής και κατά τα φαινόμενα- απόρθητη φύση του: η αντίθεση στο επίπεδο της διεξαγωγής της εργασίας δεν είναι πλέον εφικτή. Από εδώ είναι που προκύπτει και η φαινομενικά παράδοξη θέση μου: παρόλο που η αντίθεση στο επίπεδο της διεξαγωγής της εργασίας έχει καταστεί ανέφικτη, θα πρέπει παρολ’ αυτά να επιστρέψουμε στις ρίζες της εργασίας -της μισθωτής εργασίας, όχι της «κοινής ανθρώπινης δραστηριότητας» που τόσο γοητεύει ορισμένους Γάλλους ιδεολόγους («passer du travail al’activite») αν θέλουμε να ανακαλύψουμε νέες δυνατότητες δράσης.

Klaus Ronneberger: Μία από τις κριτικές σας στην παραδοσιακή ιταλική αριστερά είναι ότι αντιμετωπίζει την περιοχή των «νέων αυτοαπασχολούμενων» σαν χαμένο παιχνίδι, σαν περιοχή όπου η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης δεξιάς είναι αδιαμφισβήτητη. Πού λοιπόν βρίσκεται, κατά τη γνώμη σας, η δυνατότητα για ένα νέο πολιτικό σχέδιο όσον αφορά τους «αυτόνομους εργάτες»;

Sergio Bologna: Ας αφήσουμε την αριστερά και την αυτόνομη αριστερά έξω από τη συζήτηση. Οσμή σήψης αναδύεται από το κουφάρι της παραδοσιακής αριστεράς, απελπισία από την περιοχή της αμφισβήτησης. Είναι φορές που νιώθω σαν πρωταγωνιστής σε μυθιστόρημα του B. Traven: δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, δίχως υπηκοότητα, «εξόριστος» από επιλογή. Όταν μιλάει για τις νέες μορφές εργασίας, η αυτόνομη αριστερά μιλάει είτε για «Macjobs», είτε για «επισφαλή εργασία» και καταλήγει ζητώντας «εγγυημένο εισόδημα για όλους». Από μια φιλανθρωπική σκοπιά, θα έλεγα πως δεν υπάρχει πρόβλημα. Στην πραγματικότητα ωστόσο, το πρόβλημα των νέων μορφών εργασίας επηρεάζει περισσότερο τη «μεσαία τάξη» και τις εργασίες που απαιτούν μεγαλύτερες διανοητικές ικανότητες. Ο ειδικός χαρακτήρας των νέων μορφών εργασίας έγκειται στον ειδικό χαρακτήρα της γνώσης. Οι ικανότητες δεν αξιολογούνται, ή καλύτερα υπάγονται σε ένα διαφορετικό σύστημα αξιών και αποτίμησης. Ο αριθμός των τεχνικών, επιστημονικών, πρακτικών και κοινωνικών ικανοτήτων που απαιτούνται από τους αυτοαπασχολούμενους είναι μεν τεράστιος, αλλά η αξία τους στην αγορά εργασίας εξαρτάται μόνο από την ευελιξία τους, ικανότητα που υπονοεί και μια ορισμένη φυσική, σωματική ικανότητα. Οι ικανότητές τους δεν τους εξασφαλίζουν ούτε την εξουσία που αντιστοιχεί στον πιο αδαή ακαδημαϊκό. Και αυτό είναι σημάδι του είδους των σημερινών «ταξικών διαφορών». Σε μια κοινωνία της γνώσης, η έλλειψη εξουσίας σημαίνει αποκλεισμό από τη δημόσια ζωή.

Το δεύτερο σημείο τώρα: πράγματι, από μια φιλανθρωπική σκοπιά, η εκστρατεία ενάντια στην επισφαλή εργασία μπορεί να είναι μια καλή πράξη. Παρόλ’ αυτά, προϋποθέτει πως το μοντέλο της «μόνιμης θέσης» γίνεται ακόμη αντιληπτό ως κάτι το θετικό, πως οι άνθρωποι ακόμη σκέφτονται ακολουθώντας φορντικές κατευθύνσεις, πως νοσταλγούν τους παλιούς καλούς καιρούς. Τόσο η παραδοσιακή όσο και η αυτόνομη αριστερά αναζητούν τις μορφές σωματειακής οργάνωσης που θα μπορούσαν να ανακαλυφθούν γύρω από τους νέους τύπους εργασίας. Η δική μου γνώμη από την άλλη είναι ότι οι νέες μορφές εργασίας έχουν προκαλέσει τόσο τεράστιες μεταβολές στη χρονική και τη χωρική διάσταση που οι άνθρωποι οι οποίοι τις επανδρώνουν δεν εκφράζουν και δεν μπορούν να εκφράσουν τις ιδέες τους ή τα αιτήματά τους για μια καλύτερη ζωή με τη γλώσσα των συνδικάτων. Η συνδικαλιστική δράση έχει πολύ περιορισμένες δυνατότητες, πολλές φορές είναι εντελώς ανέφικτη. Αν οι αυτοαπασχολούμενοι θέλουν να δουλεύουν λιγότερο, από ποιον να ζητήσουν μείωση των ωρών εργασίας;

Πέντε χρόνια πριν, όταν αναπτύσσαμε τις ιδέες του ελεύθερου πανεπιστημίου του Μιλάνο, προσπαθήσαμε να διαμορφώσουμε μια απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Ξεκινήσαμε με τον όρο «universitas» ώστε να υπογραμμίσουμε το πεδίο αντιπαράθεσης που είχαμε επιλέξει -την περιοχή του πολιτισμού- και για να επιδείξουμε ταυτόχρονα την απόσταση που μας χώριζε από τα διάφορα ακαδημαϊκά μοντέλα. Στα λατινικά, η λέξη «universitas» σημαίνει μια κοινότητα ανθρώπων με παρόμοιους στόχους. Ένα «universitas» -σε αντίθεση με μία «societas» που συμπεριλαμβάνει ένα οικονομικό σχέδιο και βρίσκεται κοντύτερα στην ιδέα της οργάνωσης ή ακόμη και του κόμματος- μπορεί να υπάρξει μόνο ως πολιτισμικό εγχείρημα. Και εκείνο που θέλαμε εμείς να κατορθώσουμε και να αναπτύξουμε πολιτισμικά ήταν «πρωτότυπα ιδεών», «πρότυπα σκέψης» του τύπου που χαρακτήριζε το bauhaus: όχι αντικείμενα, αλλά ιδέες. Από τις μαρξιστικές μας καταβολές διατηρήσαμε την ιδέα πως κανένα πολιτισμικό εγχείρημα δεν μπορεί να καταστεί ζωτικό αν δεν συνδέσει τη μοίρα του με τη μοίρα ενός συγκεκριμένου κοινωνικού στρώματος. Και για εμάς, αυτό το στρώμα θα βρισκόταν στον κόσμο της αυτοαπασχολούμενης εργασίας. Και εδώ, όπως αλλού, επιδοθήκαμε σε ιστορική δουλειά: Τι έλεγαν για το θέμα οι Γερμανοί και Αυστριακοί κοινωνικοί επιστήμονες της δεκαετίας του ’20 και του ’30; Όταν όλες οι διαστάσεις πολιτικής δράσης αποδεικνύονται μικρές -και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τις νέες μορφές εργασίας- μοναχά η διάσταση μια ουτοπίας μπορεί να είναι ρεαλιστική.

Η δική μας ουτοπία ήταν ο «επανασχεδιασμός» [re -engineering] της πόλης, που παραμένει σε μεγάλο βαθμό οργανωμένη σύμφωνα με τις φορντικές αντιλήψεις για τον χρόνο. Πριν από αυτό όμως, έπρεπε να θέσουμε σε κίνηση έναν διανοητικό επανασχεδιασμό σε όλα τα επίπεδα. Θα μπορούσε να είναι η οργάνωση της εκπαίδευσης, καθώς και η αναδόμηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει κανείς να αλλάξει τις βασικές έννοιες. Και αυτό πια, έφερε τις δυνάμεις μας στα όριά τους. Σήμερα όμως, αν θες να προχωρήσεις έστω και ένα χιλιοστό πρέπει να είσαι διαρκώς ριζοσπάστης. Συμπτωματικά, το μόνο μέρος όπου βρήκαμε ανθρώπους να μιλήσουμε ήταν οι γυναικείες ομάδες -όπου ο ριζοσπαστικός τρόπος σκέψης συνηθίζεται...



[1] Μεταφρασμένο στα ελληνικά, το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο Autonomia: Απόψεις, Αγώνες Μαρτυρίες των Ιταλών Αυτόνομων, Λέσχη κατασκόπων του 21ου Αιώνα, 2010.
[2] Περιοδικό που εκδιδόταν από την Angelika Ebbinghaus και τονKarl Heinz Roth.
[3] Ο Studs Terkel ήταν μια από τις κορυφαίες μορφές της αμερικανικής προφορικής ιστορίας. Ο Martin Glabermann είναι αμερικανός εργάτης της αυτοκινητοβιομηχανίας, μέλος της «τάσης Johnson - Forest» της αμερικανικής αριστεράς και συνεργάτης του C.L. R. James.

Πηγή: rebelnet
Sergio Bologna
REDNotebook
3 Σεπτεμβρίου 2013 - 10:50 πμ | Sergio Bologna

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου