Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Η αστική τάξη αξίζει κάτι καλύτερο, του Ευκλείδη Τσακαλώτου



Το άρθρο αυτό δεν ασχολείται ούτε με τον Αντώνη Σαμάρα, ούτε με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ούτε καν με τη Βούλτεψη και τον Γεωργιάδη -αν και θα μπορούσε, δεδομένου του τίτλου. Ασχολείται με τη φιλική προς τα μνημόνια διανόηση, και ιδιαίτερα με το άρθρο των Παγουλάτου και Τσακλόγλου για τις οικονομικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ που δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (26/10/14). Και ούτε καν με όλο το άρθρο, αλλά κυρίως με τις πρώτες σειρές του όπου οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι οι οικονομικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ βασίζονται σε δυο παραδοχές: Πρώτον, ότι το Μνημόνιο έφερε την κρίση και όχι το αντίστροφο, και δεύτερον, ότι για μας το κλειδί για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι η ενεργός ζήτηση και όχι οι πολιτικές από την πλευρά της προσφοράς.

Και οι δύο συγγραφείς υπηρέτησαν μνημονιακές κυβερνήσεις -του Παπαδήμου και του Σαμαρά αντιστοίχως. Και οι δυο έχουν καταγραφεί στο ρεύμα ιδεών του Σημιτικού εκσυγχρονισμού. Αλλά στο συγκεκριμένο άρθρο γράφουν και υπογράφουν ως πανεπιστημιακοί, οπότε η οποιαδήποτε κρίση μπορεί να είναι πιο αυστηρή. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, δε χρειάζεται καμία ιδιαίτερη αυστηρότητα, μιας και οι δυο συγγραφείς παραβιάζουν σχεδόν όλους τους κανόνες που ξέρω για την δεοντολογία της επιστήμης, για την ανταλλαγή απόψεων, κλπ. Και ιδιαίτερα τον κανόνα που επιτάσσει προσοχή ως προς τις πηγές, και τη δίκαιη και προσεκτική αναδιαμόρφωση των θέσεων του αντιπάλου.


Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως θα ξέρουν οι καλοί συνάδελφοι, είναι ένα συγκροτημένο κόμμα. Και ως τέτοιο έχει θέσεις, καταγεγραμμένες σε άφθονα προγραμματικά και συνεδριακά κείμενα. Αν οι συγγραφείς ακολουθούσαν στο ελάχιστο μια αναγνώρισιμη επιστημονική δεοντολογία, ανατρέχοντας σε αυτά τα κείμενα, θα δυσκολεύονταν να βρουν τις δύο υποτιθέμενες παραδοχές στις οποίες αναφέρονται. Αντιθέτως, τα κείμενα μιλάνε για ένα οικονομικό μοντέλο (πριν το 2008) που βασιζόταν σε τρομερές οικονομικές ανισότητες, σε μακροοικονομικές ανισορροπίες, στην χρηματιστικοποίηση -και ό,τι σημαινει αυτή για τη δομή των οικονομιών-, και άλλα πολλά. Το μοντέλο, δηλαδή, που ο Τσακλόγλου και ο Παγουλάτος υποστήριξαν στην οκταετία του Σημίτη. Με λίγα λόγια, τα συνεδριακά κείμενα μιλάνε, ξανά και ξανά, για μια δομική κρίση του καπιταλισμού, ασκώντας ρητή κριτική στις κεϋνσιανές προσεγγίσεις. Τα δε προγραμματικά κείμενα, από τη συμβολή του Συνασπισμού στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το 2009 μέχρι σήμερα, δίνουν τη μεγαλύτερη έμφαση στην παραγωγική ανασυγκρότηση και όχι στις πολιτικές ζήτησης.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει και μια ομάδα οικονομολόγων, που με τα βιβλία τους, τα άρθρα τους (επιστημονικά και δημοσιογραφικά), με τις δημόσιες παρεμβάσεις τους, έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση του οικονομικού προγράμματος του κόμματος και στην δημόσια υποστήριξή του. Όλα αυτά αποτελούν πηγές για όσους θα ήθελαν να ασκήσουν κριτική. Θα μπορούσα να μιλήσω για τον Δραγασάκη, τον Μηλιό, ή τον Σταθάκη που είμαι σίγουρος ότι δε θα αναγνώριζαν τον εαυτό τους στην κριτική που τους ασκείται σε αυτό το άρθρο. Ας περιοριστώ όμως στη δική μου περίπτωση, μιας και οι δυο συγγραφείς με γνωρίζουν καλά από τα χρόνια που ήμασταν στο ίδιο τμήμα στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο. Είναι δυνατόν να πιστεύουν ότι θα υιοθετούσα αυτές τις παραδοχές; Έχουν διαβάσει κάποια από τα τελευταία μου βιβλία, γραμμένα με το Χρήστο Λάσκο, για τις αιτίες της κρίσης και το πώς θα μπορέσουμε να βγούμε από αυτή; Μπορούν να βρουν κάποιο απόσπασμα που να τέμνεται έστω με τις δυο παραδοχές στις οποίες αναφέρονται;

Ας υποθέσουμε ότι η πρόσφατη έντονη ενασχόλησή τους με την πολιτική δεν τους άφησε πολύ χρόνο για την ανάγνωση βιβλίων περί της κρίσης και θεωρούν ότι το ανθρώπινο κεφάλαιο που απέκτησαν στην εποχή Σημίτη είναι παντός καιρού. Μήπως μπήκαν στο κόπο να διαβάσουν την ανταλλαγή επιχειρημάτων που είχα με το υπουργείο οικονομικών, όταν το τελευταίο άσκησε κριτική στην ομιλία Τσίπρα στη ΔΕΘ; Γιατί εκεί η σημασία των διαρθρωτικών αλλαγών σε σχέση με την πολιτική της ζήτησης ήταν στο κέντρο της αντιπαράθεσης. Απάντησα, δηλαδή, στην κριτική Χαρδούβελη, ότι βεβαίως τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι δομικά, αλλά ισχυρίστηκα ότι κανένα σχέδιο παραγωγικής αναδιάρθρωσης, είτε το νεοφιλελεύθερο, είτε κάποιο εναλλακτικό, δεν μπορεί να προχωρήσει με μια οικονομία σε παγίδα χρέους και μια κοινωνία φοβισμένη, με τρομακτική αβεβαιότητα για το μέλλον. Μάλιστα σε άρθρο μου στο ίδιο (με το δικό τους) τεύχος της Καθημερινής (αυτό τουλάχιστον κατανοώ ότι δε θα μπορούσαν να το είχαν λάβει υπόψη!) ισχυρίζομαι ότι η δημοσιονομική λιτότητα έχει εμποδίσει σημαντικές οικονομικές αναδιαρθρώσεις όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Μεγάλη Βρετανία. Η αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης και η επανεκκίνηση της οικονομίας χρειάζονται για να δημιουργήσουν πιο εύπορο έδαφος για τις οποίες σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην οικονομία αλλά και στο κράτος. Μπορεί το επιχείρημα να είναι σωστό, μπορεί και λάθος. Αλλά δεν έχει καμία σχέση με το πώς το παρουσιάζει το εν λόγω άρθρο.

Θα μπορούσα να αναφερθώ σε μια σειρά άλλων επιχειρημάτων που έχουν χρησιμοποιήσει στον δημόσιο λόγο οι υποστηρικτές μιας εναλλακτικής εξόδου από την κρίση, τα οποία οι δύο συγγραφείς φαίνεται να αγνοούν. Θα αρκεστώ μόνο σε ένα. Στο άρθρο τους αναρωτιούνται, όπως καθημερινά κάνουν στα κανάλια οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης, γιατί το Βέλγιο, και άλλες χώρες, να δεχθούν ένα κούρεμα του ελληνικού χρέους. Στις 7/10 στην Εφημερίδα των Συντακτών δημοσίευσα ένα άρθρο με τίτλο «Γιατί οι φτωχές χώρες τις ΕΕ να δεχθούν ένα κούρεμα του ελληνικού χρέους». Έχουν ενδιαφέρον για τους αναγνώστες της Καθημερινής οι απαντήσεις που δόθηκαν για το θέμα αυτό στο συγκεκριμένο άρθρο; Ή πρέπει να μένουν με την εντύπωση ότι τέτοιου είδους ερωτήματα δεν απασχόλησαν ποτέ τον ΣΥΡΙΖΑ; Αξίζει τον κόπο οι διανοούμενοι του συστήματος να πάνε ένα βηματάκι παραπέρα από την εκπρόσωπο τύπου της κυβέρνησης;

Υπάρχει όμως και μια άλλη αρχή δεοντολογίας που ίσως με την επιστροφή τους στο πανεπιστήμιο θα μπορούσαν οι συνάδελφοι αν όχι να αγκαλιάσουν, τουλάχιστον να έχουν μια περαστική σχέση. Αυτή της αυτοκριτικής. Γιατί σε όλο το άρθρο τους δεν υπάρχει ούτε ίχνος από αυτή την πολύτιμη αρχή. Φαίνεται, όπως λένε οι Αμερικάνοι, ότι οι εκσυγχρονιστές «don’t do sorry». Βεβαίως, η κρίση δεν οφείλεται στα Μνημόνια. Αλλά τα Μνημόνια αποτέλεσαν τη λάθος συνταγή, με καταστροφικές συνέπειες για την κοινωνία. Είναι πέρα από τη κατανόησή μου ότι δυο πανεπιστημιακοί που συμβάλανε σε αυτή την πολιτική, δεν έχουν έστω κάποιες σκέψεις για το πως θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η τεράστια αύξηση της φτώχειας, της ανισότητας, της ανεργίας. Η εντύπωση που μένει είναι αυτή του Dr Pangloss (από τον Βολταίρο): το Μνημόνιο αποτέλεσε την καλύτερη λύση που υπάρχει και τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερα.

Ας μου επιτραπεί να κλείσω όπως ξεκίνησαν οι δύο συγγραφείς το άρθρο τους, με δυο παραδοχές που εγώ βλέπω να διαπερνούν τη δική τους «ανάλυση»:

1) Οφείλουμε να μην μάθουμε τίποτα από την οικονομική ιστορία για τη κρίση του ‘30, για την αποτυχία των προγραμμάτων μείωσης μισθών και κρατικών δαπανών, για τις παγίδες χρέους των νοικοκυριών, των τραπεζών και ολόκληρων οικονομιών, για τη μαζική ανεργία, για την άνοδο του φασισμού.

2) Ούτε έχει σημασία να αξιολογήσουμε την πρόσφατη εμπειρία στη χώρα μας σε σχέση με την προσέγγιση της λιτότητας. Η αξιολόγηση αφήνει ανοικτό το θέμα των εναλλακτικών λύσεων, και ο ρόλος μας ως οργανικών διανοούμενων του συστήματος είναι να κλείνουμε συζητήσεις, όχι να εμπλεκόμαστε σοβαρά με τα επιχειρήματα των αντιπάλων. Γιατί να παραθέσουμε επιχειρήματα όταν οι αχυράνθρωποι μας βολεύουν τόσο σ’ αυτή τη συγκυρία;

Συμπερασματικά η ανάλυση των δυο πανεπιστημιακών είναι και χρήσιμη και αποκαλυπτική. Χρήσιμη, γιατί είναι αποκαλυπτική για το επίπεδο της αστικής τάξης. Ελπίζω, για το καλό της, να μην ισχύει ότι έχει τους διανοούμενους που της αξίζουν.

Πηγή:  Red NoteBookτο κόκκινο τεφτέρι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου