Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Οικονομική πολιτική: θεωρητική ένδεια και πρακτική αδυναμία

Ο «πραγματισμός» –δηλαδή η έλλειψη πολιτικής– της κυβέρνησης και η συνομιλία του ΣΥΡΙΖΑ με απόντες συνομιλητές

του Χρήστου Χατζηιωσήφ

«Πραγματικότητα εναντίον ουτοπίας» και «πραγματικότητα εναντίον δυστοπίας». Με αυτά τα δύο σχήματα μπορούν να αποδοθούν επιγραμματικά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης και της (αξιωματικής) αντιπολίτευσης, αντίστοιχα, στη συζήτηση για την οικονομική πολιτική. «Εγώ λέω στον κόσμο την πραγματικότητα και ποιες είναι οι λύσεις», καυχήθηκε πριν λίγες μέρες στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Γ. Στουρνάρας (Η Καθημερινή, 20.4.2013). Μερικές εβδομάδες προηγουμένως ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας Μ. Βορίδης, απευθυνόμενος και αυτός στους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τους είχε ζητήσει να αναγνωρίσουν «την πραγματικότητα», λέγοντας ότι «σε αυτόν τον κόσμο έτσι δουλεύει το μαγαζί». Απαντώντας στον υπουργό ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τον κατηγόρησε: «Το περιβάλλον στο οποίο ζείτε δεν σας επιτρέπει να έχετε πλήρη εικόνα της πραγματικότητας που βιώνει ο ελληνικός λαός». Οι πραγματικότητες στις οποίες αναφέρονται οι πολιτικοί μπορεί να είναι διαμετρικά αντίθετες ή και αλληλοαποκλειόμενες, οι αναφορές όμως σε αυτές έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: την απορία μπροστά σε αυτό που η κάθε πλευρά αντιλαμβάνεται ως πραγματικότητα, την αδυναμίας να προτείνει σαφή πολιτική.


«Έτσι δουλεύει το μαγαζί»: πολιτική είναι η έλλειψη πολιτικής

Έτσι, η γνώση του τρόπου που «δουλεύει το μαγαζί» δεν οδηγεί όσους ισχυρίζονται πως τoν κατέχουν στη σύλληψη και εφαρμογή μιας «πραγματιστικής» πολιτικής, αλλά στην αποδοχή ότι πολιτική αποτελεί ακριβώς η έλλειψη πολιτικής: η χωρίς συζήτηση συμμόρφωση με τους κανόνες και τους όρους που θέτουν κάθε φορά εκείνοι που λειτουργούν το μαγαζί, είτε είναι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων, τράπεζες, πάσης φύσης πιστωτές είτε επίδοξοι ξένοι και εγχώριοι επενδυτές είτε η Ε.Ε., το ΔΝΤ κ.ά.

Η έλλειψη πολιτικής και σχεδίου γίνεται αντιληπτή από τους οπαδούς αυτής της μεθόδου, στην καλύτερη περίπτωση, σαν επικοινωνιακό πρόβλημα: «Η κυβέρνηση αυτοπαγιδεύεται σε ζητήματα όπως το φορολογικό και φροντίζει να βάζει επικοινωνιακά αυτογκόλ. Κατανοητή η κούραση και η δυσκολία του πολιτικού εγχειρήματος, αλλά χρειάζεται μια αφήγηση, κάτι που να μοιάζει με σχέδιο από εδώ και πέρα» (Α. Παπαχελάς, Η Καθημερινή, 5.12.2012). Καθώς όμως οι βουλές των δανειστών παρουσιάζονται άγνωστες και ευμετάβλητες, όπως έδειξαν η «διάσωση» της Κύπρου και το βέτο της τρόικας στη συγχώνευση Εθνικής και Eurobank, οι «πραγματιστές», για να τις παρακολουθήσουν, είναι υποχρεωμένοι να προβαίνουν σε συνεχείς δημόσιες αυτοαναιρέσεις.

Ανεξάρτητα από ενδεχόμενες προσωπικές επιλογές και στρατηγικές, η εμμονή σε αυτή τη στάση εκφράζει συλλογικά αδιέξοδα και μετατοπίσεις στις σχέσεις πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων. Με την εξασθένηση της εγχώριας παραγωγικής βάσης και την έδραση ή τη μεταφορά εκτός Ελλάδας των δραστηριοτήτων μεγάλου μέρους του ελληνικού κεφαλαίου, που συμβολίζεται άψογα με την κατοχή της προεδρίας του ΣΕΒ από έναν πρώην βιομήχανο και νυν συλλέκτη έργων τέχνης, οι αστοί πολιτικοί δεν έχουν πλέον να εκπροσωπήσουν και να υπερασπιστούν μεγάλες εγχώριες οικονομικές δραστηριότητες. Όχι μόνο οι παραδοσιακά ισχυροί εισαγωγείς και οι υπάρχοντες ξένοι επενδυτές, αλλά και οι ενεχόμενοι στις ναυτιλιακές δραστηριότητες, την εμπορική και τραπεζική επέκταση στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη έχουν συμφέροντα από την ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων και τη συμμετοχή σε μια ισχυρή νομισματική ένωση, και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την υπόλοιπη οικονομία προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διατήρηση αυτού του καθεστώτος.

Επιπλέον, εδώ και τρεις δεκαετίες, η αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από τις εισροές των κοινοτικών πόρων, η διάθεση των οποίων στο εσωτερικό αποτελούσε το κυριότερο εργαλείο εξασφάλισης μαζικής πολιτικής υποστήριξης. Παράλληλα, διογκώθηκαν και απέκτησαν κοινωνικό και πολιτικό βάρος οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα που συμμετέχουν στη διαδικασία διάθεσης των ευρωπαϊκών κονδυλίων και τον έλεγχό της χρήσης τους. Ειδικές διαχειριστικές αρχές και πάσης φύσης ιδιωτικοί σύμβουλοι απομύζησαν σημαντικό ποσοστό των εισρεόντων πόρων, διαβρώνοντας και απορρυθμίζοντας παράλληλα τη δημόσια διοίκηση. Αυτές οι οικονομικές και πολιτικές μεταβολές εξηγούν την ευπείθεια των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας και νέων πολιτικών σχηματισμών στις εκάστοτε απαιτήσεις των ξένων χρηματοδοτών. Η ευρωπαϊκή επιλογή, από μέσο διάσωσης του ελληνικού καπιταλισμού, έχει μεταβληθεί για τις ίδιες πολιτικές δυνάμεις σε αποδοχή της αποδόμησής του, στο όνομα ενός αόριστου μελλοντικού υποδείγματος.

Σε αυτές τις βασικές αντιφάσεις οφείλονται οι τραγελαφικές εκδηλώσεις απορίας, οι διαμαρτυρίες χωρίς αποδέκτη και οι εκρήξεις ακίνδυνης οργής από τους πολιτικούς και τους συνάδοντες δημοσιογράφους, κάθε φορά που βρίσκονται μπροστά σε μια νέα απαίτηση των ευρωπαίων χρηματοδοτών τους, καθώς ακροβατούν από την παλαιά τους θέση στη νέα, πριν αποκατασταθεί η ισορροπία της άνευ όρων συμμόρφωσης.

Μια άλλη πολιτική και η αδράνεια του κοινωνικού της υποκειμένου

Οι οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις επηρεάζουν όμως και όσους υποστηρίζουν μια εκ διαμέτρου αντίθετη πολιτική, καθώς και εδώ λείπει ή αδρανεί το κοινωνικό της υποκείμενο. Αυτή η έλλειψη κάνει τον λόγο του ΚΚΕ για ολική ανατροπή του συστήματος να φαίνεται χιλιαστικός, καθώς το γεγονός πρόκειται να συμβεί σε ένα απροσδιόριστο μέλλον. Το πρωθύστερο των –μερικές φορές άρτιων τεχνικά– προτάσεων για επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, που θα αποτελέσει το έναυσμα για ριζικές κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές, μαρτυρά κατά τη γνώμη μου την έλλειψη ετοιμότητας των κοινωνικών υποκειμένων της αλλαγής.

Στο επίκεντρο της κριτικής των «πραγματιστών» βρίσκεται όμως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η απήχηση αυτού του χώρου έχει διευρυνθεί ως συνέπεια της κρίσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαπιστώνει την πραγματικότητα της ανεργίας, της αποδιάρθρωσης του παραγωγικού δυναμικού, της υποβάθμισης της υγείας και της παιδείας, την εξάπλωση των στερήσεων και της φτώχειας και υπόσχεται να θεραπεύσει αυτά τα δεινά, ωστόσο οι λύσεις τις οποίες προτείνει παραμένουν αχνά περιγράμματα. Το «Εθνικό Σχέδιο για την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανασυγκρότηση», το «Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την καταπολέμηση της ανεργίας» και οι υπόλοιπες προτάσεις που παρουσίασε τελευταία ο Α. Τσίπρας ακούγονται ευχάριστα και γεννούν ελπίδες, αλλά το περιεχόμενό τους παραμένει άγνωστο, ενώ δεν διευκρινίζεται ποιος και πότε θα τα εκπονήσει (Η Αυγή, 19.4.2012). Σε συνέντευξή του στην Εποχή (10.3.2013), ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Δραγασάκης, απαντώντας στην παρατήρηση ότι «ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ακόμα επεξεργασμένος και εξειδικευμένος», διαβεβαίωνε: «Η ρευστότητα και το βάθος της κρίσης είναι βεβαίως σημαντικές δυσκολίες, όμως δεν είναι ανυπέρβλητες. Αρκεί να ακολουθήσουμε τη δοκιμασμένη λενινιστική αρχή, βάσει της οποίας απαιτείται να κάνεις κάθε φορά συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης πραγματικότητας και να δίνεις κάθε φορά συγκεκριμένη απάντηση στις συγκεκριμένες συνθήκες». Η επανάληψη του επιθέτου συγκεκριμένος -νη, εδώ, μάλλον συσκοτίζει παρά κάνει το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ πιο ευκρινές. Πολύ περισσότερο, που αμέσως μετά ο Γ. Δραγασάκης διαπιστώνει: «Δεν έχουμε επίσης βρει ακόμη πρακτικούς τρόπους για να αξιοποιήσουμε πλήρως το πλούσιο επιστημονικό δυναμικό που έχει προσεγγίσει τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Έτσι, ενώ όλος ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έχει ως στόχο του μια κυβέρνηση της Αριστεράς, τα συγκεκριμένα καθήκοντα και το συγκεκριμένο πρόγραμμα μιας τέτοιας κυβέρνησης δεν έχουν γίνει ακόμη, στο βαθμό που θα έπρεπε, υπόθεση όλου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Αυτή η αντίφαση πρέπει να ξεπερασθεί».

Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ελληνικό κεφάλαιο: η συνομιλία με ανύπαρκτους συνομιλητές

Στη ρίζα των προβλημάτων που διαπιστώνει ο Γ.Δραγασάκης δεν βρίσκονται μόνο οι υπαρκτές οργανωτικές αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά κυρίως η δυσκολία αντιστοίχισης προγραμματικών στόχων με τις ανάγκες και στοχεύσεις συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών. Έχοντας ως σημείο εκκίνησης την αποδοχή της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και τη «συμβολή» του ξένου κεφαλαίου, η αξιωματική αντιπολίτευση επιδιώκει να έρθει σε κάποια συνεννόηση ακριβώς με τα τμήματα του ελληνικού κεφαλαίου η απουσία των οποίων προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ευπείθεια των κυβερνητικών εταίρων προς τα κελεύσματα των ξένων δανειστών. Παρουσιάσεις και παρουσίες των ηγετικών στελεχών σε συνέδρια του Economist, στην Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών, χθες στην Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών και ενδεχομένως αύριο στον ΣΕΒ, υπερατλαντικά ταξίδια κ.ά. αποτελούν ενδείξεις αυτής της αγωνιώδους αναζήτησης ευρύτερης συναίνεσης. Η απουσία ή απροθυμία των συνομιλητών είναι ένα πρόβλημα που θυμίζει αδιέξοδα τα οποία έζησε η ελληνική κοινωνία εξαιτίας της αδιαλλαξίας του αστικού κόσμου και στο παρελθόν. Αυτή η πλευρά επισείει και σήμερα το φόβητρο του εμφυλίου πολέμου, με τρόπο που αφήνει να εννοηθεί ότι δεν θα διστάσει να τον επιβάλει για μια ακόμα φορά. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση-απειλή του Α. Παπαχελά προς τον Γ. Δραγασάκη σε συνέντευξη στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ, κατά την οποία ο δεύτερος είχε προσπαθήσει να αναπτύξει με ειλικρίνεια και μετριοπάθεια τις απόψεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Και η τελευταία ερώτηση που έχω να σας κάνω είναι κατά πόσον φοβάστε την κατάρρευση, αν φοβάστε έναν εμφύλιο, είναι πράγματα τα οποία έχει ξαναπεράσει η χώρα μας…» («Νέοι Φάκελοι», 26.2.2013). Με την ερώτησή του ο Α. Παπαχελάς πρόσφερε την αυθεντική ερμηνεία της «θεωρίας των άκρων» και της μονόπλευρης πολιτικής νόμου και τάξης που προπαγανδίζει η εφημερίδα Καθημερινή που διευθύνει.

Σε αυτές τις συνθήκες, το πρόβλημα δεν είναι η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική της «εθνικής» συνεννόησης. Για «Εθνικό Σχέδιο Δράσης» κατά της ανεργίας μίλησε ο Α. Τσίπρας στην Ελληνική Ένωση Επιχειρηματιών, χαρακτηρίζοντάς την «εθνικό πρόβλημα» (Η Αυγή, 19.4.2013) Το πρόβλημα είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση προσέρχεται σε αυτές τις δύσκολες συζητήσεις χωρίς σαφές πρόγραμμα, δίνοντας την εντύπωση ότι θα το διαμορφώσει με βάση τις αντιδράσεις, ακολουθώντας δηλαδή μια ατελέσφορη διαπραγματευτική τακτική με τον πρόσθετο κίνδυνο να χάσει στην πορεία και αυτούς που θέλει να εκπροσωπεί – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έχουν σαφέστερες ιδέες για την έξοδο από την κρίση από ό,τι η ηγεσία και τα μέλη του. Η προσμονή που έχει επανειλημμένα διατυπωθεί («τώρα θα βγούμε από την κρίση με την κοινωνία. Η κοινωνία θα αναδείξει τις μορφές έκφρασής της») φαίνεται δύσκολο να εκπληρωθεί, παρόλο που σε όλη τη χώρα έχουν αναπτυχθεί ποικίλες μορφές αυτοοργάνωσης για να ανακουφισθούν σε τοπικό επίπεδο όσοι έχουν πληγεί βαρύτερα από την κρίση και τις πολιτικές λιτότητας. Παρά τις δυνατότητες δικτύωσης και επικοινωνίας τις οποίες χρησιμοποιούν, οι διάφοροι κοινωνικοί χώροι αναλώνονται στη διαχείριση της καθημερινότητας στο ιδιαίτερο πεδίο δράσης τους, αδυνατώντας προς το παρόν να συλλάβουν τη φύση της κρίσης και να προτείνουν συνολικές λύσεις. Από αυτή την άποψη, η σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα αποτελεί απόδειξη της χρεοκοπίας της επιστημονικής διανόησης και των συλλογικών σωμάτων εκπροσώπησης οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων (συνδικάτα, επιμελητήρια, πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα, σύλλογοι κ.ά.).

Όσο ήταν φυσικό κατά την εκδήλωση της κρίσης το 2009 και το 2010 να εκφράζονται απόψεις με το βλέμμα στραμμένο προς το παρελθόν, άλλο τόσο είναι αποκαρδιωτική, μετά την πάροδο τριών ετών, η θεωρητική ένδεια και η πρακτική αδυναμία των διαθέσιμων αναλύσεων και προτάσεων. Αυτή η γενική αδυναμία συμπληρώνει και εξηγεί τη γενική αμηχανία των πολιτικών δυνάμεων μέσα από τις οποίες εκφράζεται η ελληνική κοινωνία. Η θεωρητική και πρακτική απορία διαπιστώνεται σε τρία επίπεδα: α) στον εγκλωβισμό των τρεχουσών αναλύσεων στα σχήματα της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης, ακόμα και όταν δηλώνεται ότι αμφισβητείται, β) τη σχηματική αντίληψη του διεθνούς περιβάλλοντος, γ) την ασάφεια των προτάσεων για την έξοδο από την κρίση.

Ο εγκλωβισμός στα σχήματα της κυρίαρχης οικονομικής σκέψης

Στη νεοφιλελεύθερη κοινή που επικρατεί σήμερα, θεωρείται ότι οι πράξεις των ιδιωτών επιχειρηματιών και καταναλωτών, εφόσον είναι απαλλαγμένες από κρατικούς περιορισμούς και ισχύει ο πλήρης ανταγωνισμός, αποδίδουν μέσω των αγορών τα καλύτερα δυνατά για το κοινωνικό σύνολο αποτελέσματα. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις οι πράξεις των ιδιωτών είναι οι βέλτιστες και εκ προοιμίου ανεπίδεκτες κριτικής. Γι’ αυτό και ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος δίνει έμφαση στα δημοσιονομικά προβλήματα, στο δημόσιο χρέος, αν και είναι γνωστό ότι το πρόβλημα βρίσκεται στους παραγωγικούς τομείς. Υπάρχει ο φόβος ότι μια δημόσια κριτική των πεπραγμένων των ιδιωτών επιχειρηματιών θα οδηγούσε σε επικίνδυνη απονομιμοποίηση του συστήματος. Καθώς όμως οι ανεπάρκειες του, κατά κύριο λόγο ιδιωτικού, παραγωγικού τομέα είναι οφθαλμοφανείς καλλιεργείται η εντύπωση ότι θα θεραπευθούν με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις. Το κοινωνικό κόστος αυτών των μεταρρυθμίσεων που το φέρουν, όπως και το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής, οι μισθωτοί ως εργαζόμενοι πολίτες και καταναλωτές, στο πλαίσιο μιας ριζικής ανακατανομής του εισοδήματος σε βάρος τους, παρουσιάζεται ως το αναγκαίο τίμημα που πρέπει να καταβληθεί, ώστε να φθάσουν οι κοινωνίες στον παράδεισο της διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Η πολιτική αυτή, ως γενική κατεύθυνση συμπίεσης των μισθωτών και των λεγόμενων μικρομεσαίων, που προηγούμενα αντιμετωπίζονταν ως κοινωνικός σταθεροποιητής, ακολουθείται στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990. Ουδέποτε όμως αυτή η πολιτική θεωρήθηκε μέσο παραγωγικής αναβάθμισης, αφού η ανάπτυξη θα ακολουθούσε αυτόματα. Εξάλλου, στη μεταβιομηχανική κοινωνία της πληροφορίας, στην οποία υποτίθεται ότι έμπαινε η ανθρωπότητα, η ενασχόληση με τις παραγωγικές δομές θεωρούνταν σύμπτωμα παρωχημένης σκέψης. Εκείνη την εποχή αρχίζει η αδρανοποίηση του ΚΕΠΕ, από τότε οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος παύουν να ασχολούνται με την πραγματική οικονομία και εστιάζονται στη νομισματική πολιτική – εξελίξεις που επιστεγάζονται με την απορρόφηση του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας από το Υπουργείο Οικονομικών. Είναι η δημοκρατία ως καθεστώς και όχι απλώς το κράτος ως διοικητικός μηχανισμός που απεμπολεί τα εργαλεία που θα τη βοηθούσαν στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής.

Είναι η εποχή της δόξας των χρηματοοικονομικών συμβούλων, του πολλαπλασιασμού των οικονομικών εφημερίδων, της συχνής αναμετάδοσης του δελτίου του Χρηματιστηρίου, εκπομπών στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση με τίτλους όπως «Ο ήχος του χρήματος» (!), των χρηματιστηριακών γραφείων και στις μικρότερες επαρχιακές πόλεις. Πολλές από αυτές τις εξελίξεις συμβαδίζουν με ανάλογες στην υπόλοιπη Ευρώπη, με τη διαφορά ότι ο λόγος εναντίον του «υδροκέφαλου κράτους» στην ελληνική περίπτωση δεν είναι μόνο περισσότερο οξύς, αλλά και αποσυνδεδεμένος από τις άμεσες ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Οι οξύτεροι εγχώριοι επικριτές του κράτους είτε είναι δημόσιοι υπάλληλοι της μιας ή της άλλης κατηγορίας (καθηγητές πανεπιστημίου, στελέχη κρατικοδίαιτων δεξαμενών σκέψης) είτε δημοσιογραφούντες σε ΜΜΕ, η επιβίωση των οποίων εξαρτιόταν από τη στήριξη ή την ανοχή του του κράτους στις παρανομίες τους. Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γενικευμένο υποδόριο αίσθημα ότι το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας είχε φθάσει στα όριά του και η ανασφάλεια οδηγούσε από τότε σε έναν ακήρυκτο πόλεμο όλων εναντίον όλων: επιχειρηματιών, μισθωτών του ιδιωτικού και του δημοσίου, επαγγελματιών τεχνιτών, ελεύθερων επαγγελματιών, αγροτών κ.ο.κ.

Λ. Παπαδήμος και Γ. Στουρνάρας: «ο τρώσας και ιάσεται»

Ανάμεσα στην περίοδο πριν την κρίση και στη σημερινή υπάρχει συνέχεια όχι μόνο στις στοχεύσεις της οικονομικής πολιτικής, αλλά και στα πρόσωπα που την υλοποιούν, κατά το ρητό «ο τρώσας και ιάσεται». Οι Λ. Παπαδήμος και Γ. Στουρνάρας είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι αυτής της συνέχειας, παρόλο που οι λόγοι παραίτησης του Τ. Αθανασόπουλου και των συνεργατών του από το ΤΑΙΠΕΔ μαρτυρούν ότι η συνέχεια στα πρόσωπα απαντάται και σε χαμηλότερες βαθμίδες. Συνέχεια προσώπων υπάρχει επίσης και στους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης. Δεν εκπλήσσει λοιπόν η σημερινή πλήρης υιοθέτηση της πολιτικής και του λόγου της δημοσιονομικής σταθεροποίησης, με πλήρη αφαίρεση από την πραγματική οικονομία.

Λιγότερο φυσικό είναι οι αντίπαλοι αυτής της πολιτικής να υιοθετούν και εκείνοι στοιχεία αυτού του λόγου, δείχνοντας να έχουν υποκύψει στον φετιχισμό των δημοσιονομικών δεικτών. Με αφαίρεση από την πραγματική οικονομία και το έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών, ορισμένοι, το 2010, ασκώντας κριτική στη διαγραφόμενη πολιτική της υπαγωγής στην τρόικα, υποστήριζαν ότι δεν υφίστατο πρόβλημα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, καθώς τα ποσά που διατίθεντο γι’ αυτό τον σκοπό δεν απείχαν πολύ από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σήμερα, στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συχνά συσχετίζουν τα ελληνικά μεγέθη ως ποσοστό του ΑΕΠ με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους στις δημόσιες δαπάνες, τα δημόσια έσοδα ή σε κάποια υποκατηγορία αυτών. Ενδεχομένως η τακτική αυτή να κάνει την κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης πιο πειστική σε ένα οικονομικά αναλφάβητο κοινό, περιβάλλοντας τον λόγο της με μια επίφαση επιστημονικότητας, με τίμημα όμως τον κίνδυνο νομιμοποίησης του τρόπου σκέψης που παράγει τις επίδικες πολιτικές.

Πολιτική Μέρκελ: Φταίει άραγε ο προτεσταντισμός;

Οι αδυναμίες στην οικονομική ανάλυση συνυπάρχουν με μια στενή και συχνά ρομαντική θεώρηση των διεθνών εξελίξεων. Για μεγάλο διάστημα, το πρόβλημα αντιμετωπίσθηκε σαν αποκλειστικά ελληνικό που οφειλόταν είτε στη γενικευμένη διαφθορά είτε στις λανθασμένες επιλογές όσων τους έλαχε να κυβερνούν έναν «διεφθαρμένο λαό». Μετά την επέκταση της κρίσης χρέους και σε άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης το πρόβλημα αναγνωρίσθηκε ως ευρωπαϊκό και ανακαλύφθηκε στη γερμανική πολιτική μια πρόσθετη ρίζα του κακού, πέρα από τη διαφθορά, το υπερβολικό κράτος και την ανεπάρκεια των κυβερνώντων στην Ελλάδα. Η απόδοση όμως της κύριας ευθύνης στη Γερμανία δεν συνοδεύθηκε από μια σοβαρή ανάλυση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης στη Γερμανία και τη διατύπωση υποθέσεων για τα κίνητρα της πολιτικής των γερμανών ιθυνόντων. Αντίθετα, το ζήτημα προσωποποιήθηκε και ιδεολογικοποιήθηκε. Σαν αιτία παρουσιάζεται η προτεσταντική νοοτροπία της Μέρκελ και του Σόιμπλε και πολλοί, και όχι μόνο στην κυβέρνηση, ελπίζουν ότι η πολιτική αυτή θα μπορούσε να αλλάξει με μια ήττα του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία στις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου. Παρά το καθημερινό τερερέμ περί παγκοσμιοποίησης και το γεγονός ότι η Γερμανία ήταν μέχρι πέρσι η πρώτη εξαγωγική οικονομία παγκοσμίως, δεν γίνεται σοβαρή προσπάθεια να κατανοηθεί η γερμανική πολιτική στο παγκόσμιο πλαίσιο. Αυτό δεν εμποδίζει να μεγεθύνονται διαφορές ανάμεσα στη γερμανική και την αμερικανική προσέγγιση της κρίσης, κατά το «κάντο όπως ο Ομπάμα». Η στάση των κυβερνητικών εταίρων, καμιά φορά και της αντιπολίτευσης, θυμίζει την αγωνιώδη αναζήτηση φιλελλήνων, ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις, από την «μικρά και έντιμη Ελλάδα» του 19ου αιώνα. Μια τελευταία έκδοση αυτής της αταβιστικής συμπεριφοράς είδαμε κατά την κρίση στην Κύπρο.

Εντούτοις, αξίζει μια πιο προσεκτική ανάγνωση των γερμανικών δεδομένων, τόσο για την κατανόηση της γερμανικής πολιτικής όσο και για την ανίχνευση των περιθωρίων μιας διαφορετικής πολιτικής από αυτήν της πλήρους συμμόρφωσης που ακολουθείται σήμερα. Θα προσπαθήσω να συνεχίσω, στην τελευταία κατεύθυνση, σε επόμενο φύλλο των «Ενθεμάτων».

Πηγή: Ενθέματα
Χρήστος Χατζηιωσήφ
REDNotebook28 Απριλίου 2013 - 5:05 pm | Χρήστος Χατζηιωσήφ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου